Ιοκάστη
Μια αναδρομή και, ελπίζω, ένα μέλλον για τη δική μου Ιοκάστη, όπου ο γνωστός μύθος αντιστρέφεται και η Ιοκάστη γίνεται πρωταγωνίστρια της ιστορίας.
Μάνα στερημένη με βίαιο τρόπο από το παιδί που γέννησε, θηλυκή με μια θηλυκότητα προσβεβλημένη, γυναίκα μάσκα, μόλις της δίνεται η ευκαιρία διεκδικεί το δικαίωμα στη θηλυκότητα, στη μητρότητα και στην αλήθεια του συναισθήματος μέσα από μια σχέση που τη βιώνει σαν οφειλή απέναντι στη βιασμένη της μήτρα. Αυτή η ενσυνείδητα αιμομικτική μητέρα είναι ένα τέρας ή μια γυναίκα που πάνω απ’ όλα ήθελε να είναι μάνα;
Το μικρό αυτό θεατρικό έργο το πρόσεξε για πρώτη φορά ο Απόστολος Αποστολίδης, ο οποίος το συμπεριέλαβε στα Θεατρικά Βραδινά με γενικό τίτλο "Προς παράσταση", που διοργάνωναν οι θεατρικές ομάδες Λύκη Βυθού και Angelus Novus στο στρατόπεδο Κόδρα (Μάρτιος 2006). Τον ρόλο της Ιοκάστης είχε κρατήσει τότε η Αφροδίτη Ιωαννίδου και του Οιδίποδα ο Στάμος Στάμογλου σε σκηνοθετική επιμέλεια Α. Αποστολίδη.
Ο δεύτερος που το πρόσεξε ήταν ο Νίκος Βουδούρης. Σε μια σκηνοθεσία που διάβαζε πίσω και κάτω από τις γραμμές το έργο ανέβηκε από το Σχήμα εκτός Άξονα σε σκηνοθεσία Νίκου Βουδούρη και κίνηση Αναστασίας Θεοφανίδου (Μάρτιος – Απρίλιος 2008). Ιοκάστη η Μαγδαληνή Μπεκρή, Οιδίποδας ο Λάζαρος Βαρτάνης.
Το 2013 μεταφράστηκε στα ιταλικά από τη Maria Caracausi και παραστάθηκε στο αρχαίο θέατρο της Τυνδαρίδας στη Σικελία σε σκηνοθεσία Stefano Molica και μουσική Luca Pincini. Ιοκάστη η Caterina Vertova, Οιδίποδας ο Edoardo Siravo.
Το
έργο ευτύχησε και αλλιώς, με τρεις διπλωματικές εργασίες, στο Παρίσι, στην
Αθήνα, στο Παλέρμο.
Εκδόθηκε το 2006 από
το University Studio Press. H ζωγράφος Φωτεινή Χαμιδιελή με τίμησε με την
παραχώρηση έργων της τόσο για το εξώφυλλο του μικρού βιβλίου όσο και στο
εσωτερικό. Ωστόσο, επειδή το βιβλίο είναι πια εξαντλημένο και δεν διαφαίνεται
προοπτική επανέκδοσης, το αφήνω να περπατήσει και από εδώ.
Ιοκάστη
Είδα του Οιδίποδα τη μάνα, την όμορφη Επικάστη,
που έκανε πράξη ανήκουστη, δίχως ο νους της να το ξέρει,
σμίγοντας με τον ίδιο της το γιο· αμέσως όμως οι θεοί
φανέρωσαν τα ανόσια έργα και ο κόσμος βούιξε.
Παρ’ όλα αυτά εκείνος ξέμεινε στη λατρευτή του Θήβα,
συφοριασμένος των Καδμείων βασιλιάς, δέσμιος
της φριχτής βουλής των αθανάτων.
Εκείνη όμως πέρασε στον Άδη, άσπλαχνο φύλακα
στις κάτω πύλες, αφού πρώτα σε μια θηλιά κρεμάστηκε
δένοντας το μακρύ σχοινί απ’ την ψηλή οροφή της κάμαρής της
–η απελπισία την έπνιξε.
Άφησε ωστόσο και σε κείνον κληρονομιά πόνους πολλούς, όσοι
Απαιτούν να πέσουν πάνω του οι Ερινύες της μητέρας
(Οδύσσεια λ 271-285. Μετ. Δ. Μαρωνίτης)
[Ο Οιδίποδας μόλις έχει μάθει από τον θεράποντα ότι είναι ο
φονιάς του Λάιου, πρώτου άνδρα της γυναίκας του. Την πραγματική σχέση όμως που
είχε με τον σκοτωμένο, ότι δηλαδή ήταν ο πατέρας του, και με τη γυναίκα
του σκοτωμένου, ότι ήταν σύζυγος της μάνας που τον γέννησε, αυτά ο γερο-δούλος
δεν τα αποκάλυψε στον σαστισμένο βασιλιά. Η Ιοκάστη, όμως, τα γνώριζε όλα πολύ
καλά. Ταραγμένος ο Οιδίποδας, μπαίνει στο δωμάτιο που μοιράζεται εδώ και μερικά
χρόνια με τη βασίλισσα των Θηβών. Βαδίζει πάνω κάτω, ενώ εκείνη τον
παρακολουθεί τελείως ήρεμη.]
ΟΙ. Τι θα κάνουμε;
ΙΟ. Τίποτε.
ΟΙ. Εννοείς ότι θα συνεχίσουμε τη ζωή μας σαν να
μη συνέβη τίποτε;
ΙΟ. Ναι. Γιατί τίποτε δεν συνέβη.
ΟΙ. [Την κοίταξε με φρίκη.] Με αυτά τα χέρια τον
σκότωσα. Με αυτά τα χέρια σε αγγίζω εγώ εδώ και χρόνια. [Σιωπά για λίγο. Χαμηλώνοντας
τον τόνο της φωνής του, της λέει:] Δεν θα μπορέσω να σε αγγίξω ποτέ ξανά.
ΙΟ. [Τον πλησιάζει και τον αγκαλιάζει] Τώρα θέλω
να με αγγίζεις περισσότερο. Τώρα θέλω να με αγαπάς περισσότερο. Γιατί τώρα εγώ
σε αγαπώ περισσότερο. Μέχρι τώρα ευγνωμονούσα τον άγνωστο δολοφόνο του άνδρα
μου. Τώρα ξέρω ποιος είναι.
ΟΙ. [Ξεφεύγει από το αγκάλιασμά του]
Ευγνωμονούσες; Μου προκαλείς φρίκη, γυναίκα, φρίκη και αναμνήσεις που με
ταράζουν, αναμνήσεις που, σαν αγκάθια, με γδέρνουν καιρό τώρα.
ΙΟ. Αναμνήσεις;
ΟΙ. Προσπαθώ να ξεχάσω τόσα χρόνια μια μικρή
λεπτομέρεια από τον γάμο μας. Θυμάσαι πότε παντρευτήκαμε;
ΙΟ. Ξεχνιέται η στιγμή που αισθάνεται κανείς
ολόκληρος;
ΟΙ. Εννοώ πόσον καιρό μετά τον θάνατο του Λάιου.
ΙΟ. Τι σημασία έχει;
ΟΙ. [Απαριθμεί τα γεγονότα βάζοντάς τα σε
χρονολογική τάξη. Όσο το κάνει αυτό, πηγαινοέρχεται πάνω κάτω διανύοντας πολύ
μικρές αποστάσεις] Μου είχες πει ότι ο Λάιος είχε αποφασίσει ένα ταξίδι. Εγώ
τον συναπάντησα στον δρόμο προς τους Δελφούς, φεύγοντας από εκεί όπου αυτός
πήγαινε. Για όσον καιρό θα έλειπε, θα τον αντικαθιστούσε ο Κρέοντας, αδελφός
σου και γυναικάδελφός μου. Από τη στιγμή που ο βασιλιά έφυγε από την πόλη,
παρουσιάστηκε και εγκαταστάθηκε στα περίχωρα εκείνο το τέρας που έτρωγε τους
ανθρώπους σας, η Σφίγγα, και δεν ξέρατε πώς να το αντιμετωπίσετε. Στο μεταξύ,
μάθατε ότι ο Λάιος σκοτώθηκε και, καθώς η πόλη έμοιαζε σαστισμένη χωρίς τον
φυσικό της προστάτη, ο Κρέοντας, προσωρινά κυβερνήτης στον τόπο, διαλάλησε ότι
όποιος σκότωνε τη Σφίγγα θα παντρευόταν τη βασίλισσα και θα γινόταν βασιλιάς.
Πόσες μέρες πέρασαν από τη στιγμή που μάθατε ότι ο Λάιος πέθανε μέχρι που
βγάλατε τη διακήρυξη; Μία; Δύο; Δεν ήταν παραπάνω. Πόσες έκανα εγώ για να φτάσω
και να σκοτώσω το τέρας; Μία; Δύο; Δεν ήταν παραπάνω. Σε πόσες μέρες έγινε ο
γάμος; Εγώ είχα πει να περιμένουμε λίγο, να περάσουν κάποιες μέρες πένθους για
τον βασιλιά που χάθηκε, να τον τιμήσουμε. Αλλά ο Κρέοντας και συ μου είπατε πως
η πόλη δεν μπορούσε να μείνει χωρίς βασιλιά. Είχε περάσει μήνας από τη στιγμή
που πέθανε ο βασιλιάς μέχρι τη μέρα του γάμου μας; Σε θυμάμαι χαρούμενη εκείνη
την ημέρα, φρεσκοπλυμένη στα νερά του ποταμού της πόλης, ομορφοστολισμένη. Τα
γαμήλια άσματα που σου τραγουδούσαν στην κάμαρά σου έφταναν μέχρι την άλλη άκρη
του παλατιού, εκεί όπου ήμουν εγώ κι ετοιμαζόμουν για την τελετή. Όλα τα
θυμάμαι, και τις μυρωδιές και τ’ αρώματα που με ζάλιζαν και τους χορούς και τις
ιαχές του λαού από κάτω. Όμως ούτε ένα δάκρυ σου δεν θυμάμαι για τον άδικο χαμό
του βασιλιά και άντρα σου. Ούτε ένα στεναγμό. Κι ούτε μου μίλησες ποτέ γι’
αυτόν. Σαν να μην υπήρξε ποτέ αφέντης του παλατιού. Σαν να μην υπήρξε ποτέ
άντρας σου.
ΙΟ. [Σκληρά] Δάκρυ; Στεναγμός; Γιατί; Τι είδα
εγώ από τον Λάιο; Τι μου πρόσφερε εμένα ο Λάιος; Α, μα τους θεούς, όταν
δολοφονήθηκε, όταν τον σκότωσες εσύ, αγαπημένε, εγώ έκανα ευχαριστήρια θυσία
στους θεούς. Είχα απαλλαχτεί από εκείνον που αποφάσιζε για τη ζωή μου, που μου
την καθόριζε. Πόσο χρονών ήμουν, όταν με παντρεύτηκε; Ούτε δεκαεπτά χρονών. Να
ζήσω ήθελα. Να γίνω γυναίκα ήθελα. Να γίνω μάνα ήθελα. Και αποφάσισε αυτός,
αποφάσισε και μου το ανακοίνωσε ότι δεν θα κάμναμε μαζί ποτέ παιδιά.
ΟΙ. Μα γιατί να αποφασίσει ο Λάιος,
βασιλιάς αυτός, να μην δώσει συνέχεια στη βασιλική γενιά του; Πώς μπορεί ένας
άρχοντας να μην θέλει διάδοχο για τον θρόνο του; Μου φαίνεται, γυναίκα,
ακατανόητο αυτό που λες. Μήπως βάραινε τους δυο σας κάποιο μίασμα, δικό σας ή
προγονικό; Μήπως δικό σου μόνο;
ΙΟ. [Τον κοιτάζει ειρωνικά. Προσπαθεί να
παραμείνει ήρεμη. Κάνει σαν να μην άκουσε την τελευταία φράση του Οιδίποδα]
Είχε πάρει χρησμό από το μαντείο –έτσι μου είπε, εγώ δεν τον άκουσα με τα αυτιά
μου– ότι το παιδί που θα γεννιόταν από εμένα και από εκείνον θα τον σκότωνε.
Ήρθε και μου το είπε μια μέρα. Ήρθε και μου είπε: «Ποτέ δεν θα κάνουμε μαζί
παιδιά. Ποτέ σου δεν θα κάνεις παιδί». Αποφάσισε ότι δεν θα έκαμνα ποτέ μου
παιδί. Αποφάσισε ότι μπορούσε να αλλάξει ό,τι ήταν ήδη αποφασισμένο και ότι θα
ζούσε μιαν αιωνιότητα. Να ξέρεις ότι γι’ αυτή του την αλαζονεία τιμωρήθηκε.
ΟΙ. Ο χρησμός ήταν βαρύς. Και πώς να
διακινδυνεύσει τη ζωή του; Πώς, στο κάτω-κάτω, να φορτώσει το παιδί που θα
γεννιόταν από κείνον και από εσένα με την ενοχή του εγκλήματος; Να το κάνει
πατροκτόνο; Όχι. Ποτέ. [Ο Οιδίποδας διαπερνιέται με ασυνήθιστη ένταση από τη
φρίκη που τον καταλαμβάνει στη σκέψη της πατροκτονίας. Σαν να ήταν μια δική του
σκέψη. Ή πράξη.]
ΙΟ. Ώστε δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τη ζωή του.
Και η δική μου ζωή; Εγώ; Εγώ;
ΟΙ. Ήσουν η γυναίκα του άνδρα σου.
ΙΟ. Άνδρας και συ. Παντρεύτηκα τον ίδιο άνδρα
δυο φορές. Είτε λέγεται Λάιος είτε λέγεται Οιδίποδας είναι ο ίδιος άνδρας. Όχι,
δεν μπορεί να είναι έτσι. Εσύ μ’ αγαπάς. Δεν αγαπιέσαι μόνο. Σκέψου λίγο, καλέ
μου, σκέψου με. Γυναίκα ήθελα να γίνω, όπως με μάθαν οι γονιοί μου, κι όπως
ήταν στη φύση μου. Έβλεπα τις άλλες γυναίκες να μου δείχνουν περήφανα τα παιδιά
τους, κι εγώ έπρεπε να ακολουθώ μια βούληση που δεν καταλάβαινα και να κλείνω
τα αυτιά μου σε μια φύση που με καλούσε συνέχεια. Αλλά δεν το μπορούσα να φανώ
κατώτερη από τη φύση μου. Δεν το μπορούσα και δεν το ήθελα. Ύβρις ήταν που
περίμενε από μένα να σταθώ πάνω από τη φύση μου. Ύβρις που με λογάριασε για
κάτι άλλο από θνητή και γυναίκα.
ΟΙ. Τι ήθελες λοιπόν; Να ακολουθήσει τη δική σου
βούληση και να πεθάνει ο άρχοντας, να μπλεχτεί στο δίχτυ της μοίρας του, τη
στιγμή που μπορούσε να το ελέγξει; Να το αλλάξει; Κι ύστερα, προφύλαξε κι εσένα
από την ντροπή να γίνεις γυναίκα του γιου σου. Θυσιάστηκε αυτός για σένα και
για εκείνο που δεν γεννήθηκε ποτέ.
ΙΟ. Θυσία; Αυτό για σένα είναι θυσία; Άκου
λοιπόν, Οιδίποδα, τι εγώ νομίζω ότι θα ήταν θυσία. Αν ήταν άνθρωπος ο Λάιος, ας
με ελευθέρωνε και τίποτε δεν θα γινόταν από αυτά που όριζαν οι θεοί. Θα
γινόμουν μητέρα από τον σπόρο άλλου άνδρα κι εκείνος θα μεγάλωνε σαν γιο του
και διάδοχο το παιδί που θα είχα κάνει μ’ άλλον. Αν ήταν άντρας και βασιλιάς, ας
επέβαλε στους άλλους αυτό που μάθατε, κι εσείς κι εμείς οι γυναίκες, να
ονομάζουμε ντροπή: ότι η δική του γυναίκα θα μπορούσε να έχει άλλη μοίρα,
ξέχωρη και διαφορετική από τη δική του. Τι είδα εγώ από τον Λάιο; Τον έβλεπα να
πηγαίνει με τη μια και με την άλλη δούλα και να γεμίζει το παλάτι με τα δικά
του παιδιά, όχι με τα δικά μου. Ας με ελευθέρωνε. Ας πατούσε τις συμβάσεις κι
ας με άφηνε να πάω κι εγώ όχι με τόσους άνδρες όσες ήταν οι γυναίκες που
πήγαινε αυτός αλλά με έναν. Με έναν. Κι ας άφηνε εκείνον να μου κάνει παιδιά.
Κι ύστερα, θα καθόμουν μια ζωή δίπλα του ανέραστη χωρίς γογγυσμό. Θα έπνιγα
τους πόθους μου, θα τσάκιζα το κορμί μου, θα του επέβαλα τη σιωπή. Εγώ, που
ούτε τα δεκαεφτά μου δεν είχα πατήσει ακόμη. Αντί γι’ αυτό, ερχόταν τα βράδια
στο κρεβάτι μου να ευχαριστηθεί τη νεανική μου σάρκα, να παίξει μαζί μου, να
ξεσηκώσει ορμές κι επιθυμίες μου, και ύστερα να με αφήσει για να βγάλει τις
δικές του στον κόλπο μιας άλλης. Καμιά φορά, νόμιζα ότι την έβαζε την άλλη
γυναίκα στο διπλανό δωμάτιο, ότι την πρόσταζε να είναι έτοιμη, γυμνή και με
ανοιχτά τα πόδια, για να τρέξει να χύσει τα υγρά του μέσα της. Τι γελοία εικόνα
για ένα βασιλιά, δεν νομίζεις; [Σταματά για λίγο. Χαμηλώνει τη φωνή της] Καμιά
φορά, έπεφτε το σπέρμα του επάνω στη σάρκα μου. Την έκαιγε τόσο που νόμιζα ότι
τρυπούσε το δέρμα μου και έμπαινε εκεί που έπρεπε. Στον κόλπο μου, στη μήτρα
μου. Ήθελα εγώ με τα νύχια μου να ανοίξω την τρύπα και να διοχετεύσω το ποτάμι
προς τα μέσα, να σβήσω τη λαχτάρα που με φλόγωνε και να πιάσω επιτέλους ένα
παιδί. [Ξανασηκώνει τη φωνή της] Τι το ανθρώπινο βλέπεις στον ανδρισμό του; Τι
το ανθρώπινο βλέπεις στις απαγορεύσεις που ούτε καν χρειάστηκε να μου βάλει;
Ήταν, βλέπεις, αυτονόητο για τη βασίλισσα να μένει ενάρετη, ανέραστη.
[Φουντώνει και πάλι ο θυμός της] Γιατί εγώ δεν μπορούσα να πάω με άλλους άνδρες
να κατασιγάσω την ορμή του πόθου μου; Τουλάχιστον, ας άφηνε ήσυχη τη σάρκα μου.
Αλλά αυτός τα ήθελε όλα. Απληστία. Απληστία.
ΟΙ. Φύγε. Δεν αντέχω τη σκληρότητά σου, την
αναίδειά σου, την αναισχυντία σου. Δεν αντέχω να μου μιλάς για τις χαρές που
ήθελε να απολαύσει το κορμί σου.
ΙΟ. Αγαπημένε, λίγες χαρές γευτήκαμε μαζί; Ας τα
ξεχάσουμε όλα αυτά κι ας ξαπλώσουμε στο δικό μας κρεβάτι. Σε αυτό το ίδιο
κρεβάτι που γέννησα τα παιδιά μας.
ΟΙ. Σε αυτό το ίδιο κρεβάτι που κυλιόσουν με τον
Λάιο.
ΙΟ. Μα τι θέλεις τέλος πάντων; Για ποιο πράγμα
με κατηγορείς;
ΟΙ. Που μπόρεσες τόσο γρήγορα να προχωρήσεις στη
ζωή σου, να τον ξεχάσεις.
ΙΟ. Υπερασπίστηκα το δικαίωμα στη συνέχεια.
Υπερασπίστηκα το δικαίωμα να αισθανθώ όσα μου απαγόρευσε χωρίς αιτία ο Λάιος. Ή
μάλλον για μιαν αιτία που αφορούσε μόνον εκείνον. [Μαλακώνει τη φωνή της] Γιατί
στρέφεις το πρόσωπό σου από εμένα; Δεν είμαι εγώ η γυναίκα σου; Είμαι αυτή που
ήμουν και χθες. Χθες μ’ αγαπούσες και με τιμούσες. [Σκληραίνει] Έκανα πολύ
λιγότερα από αυτά που έκαναν η Γη και η Ρέα, θεές που τιμάς και στις οποίες
θυσιάζεις, επειδή εξασφάλισαν τη διαδοχή και τη συνέχεια. Αυτές δεν πήγαν
ενάντια στη βούληση του άντρα τους; Αυτές δεν έσωσαν τα παιδιά τους από
πατεράδες που μόνο να τα σπέρνουν ήξεραν; Χάρη σ’ αυτές έφτασες κι εσύ στον
κόσμο από τη μια γενιά στην άλλη. Αν με καταδικάσεις –δεν ξέρω για ποιαν
ακριβώς αιτία– θα πρέπει να πάψεις να τιμάς και τις θεές των προπατόρων σου. Αν
όμως θέλεις ακόμη να τις τιμάς, τότε θα τιμήσεις και μένα. Μόνο τότε θα είσαι
συνεπής με την πίστη σου. Αλλιώς, είδωλα προσκυνάς.
ΟΙ. Μην βάζεις στο στόμα σου τους θεούς για να
δικαιολογήσεις τις πράξεις σου.
ΙΟ. [Παγιδεύει τον Οιδίποδα με μια στάση
υποταγής] Άνδρα μου, σου ζητώ συγγνώμη αν πρόσβαλα τα αυτιά σου. Πες μου τι
θέλεις να γίνει και θα το πράξω.
ΟΙ. [Μιλά με το ύφος που είχε όταν πριν λίγες
ώρες διακήρυττε ότι ο φονιάς του Λάιου έπρεπε να βρεθεί και να τιμωρηθεί με
θάνατο ή με εξορία] Θέλω να αποσυρθείς στον γυναικωνίτη. Θα κυκλοφορείς όσο
γίνεται λιγότερο στους διαδρόμους του παλατιού, θα με συναντάς μόνο για
σημαντικούς λόγους. Τις κόρες μας μπορείς να τις δέχεσαι κάθε μέρα. Τα αγόρια
όμως θα τα βλέπεις μόνο μια φορά την εβδομάδα, και με την παρουσία της τροφού.
Μέχρι να μεγαλώσουν και να φύγουν από το παλάτι που μόλυνες με τις απρέπειές
σου. Αυτή είναι η θέλησή μου.
ΙΟ. Ώστε έτσι. Αποφασίζεις και εσύ για τη ζωή
μου. [Σταματά για λίγο. Όχι γιατί έχει κανέναν ενδοιασμό να αποκαλύψει όλη την
αλήθεια στον Οιδίποδα αλλά για να την ξεστομίσει όσο γίνεται πιο σκληρά] Μάθε
λοιπόν ότι όχι μόνο είσαι ο φονιάς του Λάιου αλλά ότι οι χρησμοί που πήρατε κι
εσύ κι εκείνος από τον Απόλλωνα βγήκανε αληθινοί. Και εκείνος σκοτώθηκε από το
παιδί του και εσύ σκότωσες τον πατέρα σου και παντρεύτηκες τη μάνα σου.
ΟΙ. [Μοιάζει να μην καταλαβαίνει]. Για ποιους
χρησμούς μιλάς;
ΙΟ. Δεν πήρες εσύ χρησμό ότι θα σκοτώσεις τον
πατέρα σου και θα παντρευτείς τη μάνα σου;
ΟΙ. Γυναίκα, βλέπω τώρα πόσο δίκιο είχα να
υποψιαστώ τη γεμάτη πάθος ψυχή σου. Παραλογίζεσαι.
ΙΟ. Πήρες ή δεν πήρες τον χρησμό.
ΟΙ. [Διστάζει. Φοβάται] Ναι, τον πήρα. Όμως ο
πατέρας μου, ο Πόλυβος, ζει και βασιλεύει στην Κόρινθο και η μάνα μου, η
Μερόπη, χαίρεται δίπλα του.
ΙΟ. Ο πατέρας που σε ανέθρεψε [τονίζει τη λέξη]
μπορεί να χαίρεται τη βασιλεία του και η βασίλισσα της Κορίνθου τον βασιλιά
της, αλλά εσύ σκότωσες τον πατέρα που σε γέννησε [τονίζει τη λέξη] και χαίρεσαι
με τη μάνα που σε γέννησε και γέννησε από σένα τα παιδιά σου. Νομίζεις ότι
παραλογίζομαι. Σε λίγο θα παραλογίζεσαι εσύ. Άκου λοιπόν. Ο Λάιος αποφάσισε να
μην μου κάνει παιδί αλλά εγώ του το πήρα. Μεθυσμένος ήρθε μια νύχτα στο κρεβάτι
μου κι εγώ τον άφησα να κάνει ό,τι ήθελε επάνω μου. Όταν κατάλαβε ότι περίμενα
το παιδί του, ήταν αργά για να το τραβήξει από τη μήτρα μου. Χρειάστηκε να
οργανώσει και γιορτές για τον διάδοχο, να προσποιείται ότι είναι περήφανος για
την κοιλιά μου. Ξέρεις πόσες φορές χτύπησε τη μήτρα μου; Πόσες φορές κρύφτηκα
μέσα σε τρύπες τυλίγοντας την κοιλιά μου; Πόσο γελοίος μου φαινόταν αυτός ο
άνδρας που έτρεμε από τον φόβο του για τη ζωούλα του. Από φόβο μπροστά σ’ ένα
αγέννητο παιδί… [Παύση] Μου το πήρε το παιδί μου τη στιγμή που το γέννησα.
Ούρλιαξα περισσότερο και από τη στιγμή που το έβγαζα. Έκοψε αυτός ο ίδιος
τον ομφάλιο λώρο που μ’ έδενε μαζί του κι έδωσε το παιδί, μες τα αίματα ακόμη
το μικρό πλάσμα, το έδωσε σε ένα δούλο. «Χάσου», του είπε, κι εκείνος χάθηκε.
Ύστερα, έχωσε τη γλώσσα του μέσα στο αυτί μου, για να μου ψιθυρίσει τι είχε
σχεδιάσει για το παιδί μου, και το δικό του παιδί, κιόλας από τη στιγμή που το
κατάλαβε στην κοιλιά μου. Θα το άφηνε, όχι με τα δικά του χέρια ο άνανδρος αλλά
με χέρια άλλων, θα το άφηνε στο βουνό της Θήβας, τον Κιθαιρώνα, να το
κατασπαράξουν τα αρπακτικά. Ζαλίστηκες έ; Θόλωσες. Αυτός ήταν ο πατέρας σου.
Γι’ αυτόν μου ζητάς να δώσω λόγο που δεν τον θρήνησα. [Γυρνάει γύρω από τον
Οιδίποδα, καθώς του μιλά. εκείνος πιάνει το κεφάλι του μη μπορώντας να
πιστέψει λέξη από αυτά που άκουγε] Τι σκέφτεσαι; Τον γενναίο πατέρα σου που δεν
τόλμησε να σε αφήσει εκείνος με τα χέρια του στο βουνό; Τον εαυτό σου μωρό;
Σκέψου λίγο… Είσαι μωρό. Μόλις γεννήθηκες. Κλαις με το σπασμωδικό κλάμα των
μωρών. Πεινάς και φοβάσαι. Ζητάς ακόμη να επιστρέψεις στη ζεστασιά της μήτρας
μου ή να γευτείς τα υγρά του στήθους μου. Σε πλησιάζει ένα τσακάλι και οσφραίνεται
τη σάρκα σου. [Τον πλησιάζει και οσφραίνεται τη σάρκα του όπως το τσακάλι που
περιγράφει] Τι νόστιμη τροφή για το στομάχι του εκείνο το τρυφερούδι… Τραβάει
τα μέλη του μωρού, το χέρι, το πόδι του, κι εκείνο αισθάνεται τον πόνο, μέχρι
τη στιγμή που επιτέλους πεθαίνει. [Απότομα σκληραίνει τη φωνή της] Αυτό το
τέλος σου σχεδίασε ο άνδρας που με κατηγορείς, επειδή δεν τον θρήνησα.
ΟΙ. [Αισθάνεται μέχρι βαθιά μέσα του την
απόγνωση του πεταμένου παιδιού, την ανάσα του ζώου που σκύβει από πάνω του,
προτού το κομματιάσει. Λυγίζει από οίκτο για το μωρό, για τον εαυτό του που
είχε υπάρξει τόσο απροστάτευτος] Αλλά εσύ, μητέρα, και το τόλμησες; Μητέρα και
τον άφησες να κάνει ό,τι έκανε στο παιδί;
ΙΟ. Ε όχι πια. Όχι. Δεν θα δεχθώ εγώ άλλες
κατηγόριες. Τι ξέρεις εσύ για μένα και με κατηγορείς που τον άφησα να σου κάνει
αυτό που από την αρχή είχε σχεδιάσει να σου κάνει; Τι ξέρεις εσύ για τη στιγμή
που σε πήρε από τη μήτρα μου, σε απέκοψε από μένα βίαια, άξιος διάδοχος αυτός
του Ουρανού και του Κρόνου που την ίδια δουλειά έκαναν στη μάνα μας τη Γη και
την πάνσεπτη Ρέα; Τι ξέρεις εσύ για μένα που χίμηξα να κυνηγήσω τον δούλο που
σε έπαιρνε και μάζευα με τα χέρια μου τα σπλάχνα μου που τα ένιωθα να χύνονται
από τη διάπλατα ανοιγμένη μήτρα; Τι ξέρεις για τη στιγμή που θέλησα να ορμήξω
στο μπαλκόνι, να φωνάξω στον λαό που είχε μαζευτεί για να ζητωκραυγάσει για τον
διάδοχο, να ουρλιάξω για το έγκλημα που γινόταν; Με έριξε πίσω και με φίμωσε,
κι αυτός και η γριά μαμή που ήξερε πολύ καλά τα σχέδιά του. Γυναίκα εκείνη, προτίμησε
να υπηρετήσει άνδρα και να προδώσει την ομόφυλή της. Τον άκουσα να βγαίνει στο
μπαλκόνι και να ανακοινώνει ότι το παιδί είχε γεννηθεί νεκρό και ότι η
βασίλισσα κινδύνευε, αλλά οι ιερείς έκαμναν ό,τι μπορούσαν για να τη σώσουν.
Σιώπησα. Μάζεψα τα αίματά μου. Φύλαξα το κομμάτι του λώρου που μου αναλογούσε.
Και όσο εκείνος όργωνε τον Κιθαιρώνα με κυνήγια αρχοντικά, εγώ, με κάποιες
πιστές μου δούλες, τραβούσα στα μονοπάτια του βουνού, κάνοντας τις προσφορές
που έπρεπε σε έναν νεκρό. Στο παιδί μου. Ας ήξερα τουλάχιστον που το είχαν
αφήσει, ποιο χώμα ν’ αγγίξω. Ας ήξερα σε ποια τρύπα της γης να χύσω το κρασί,
το λάδι, το μέλι, το νερό, να φτάσει μέχρι τα σπλάχνα της γης, εκεί που νόμιζα
ότι σάπιζες συντροφιά με τους νεκρούς της γενιάς μου. Ας ήξερα πού να σκορπίσω
το στάρι μου. Ξέρεις, κάθε φορά πήγαινα και σε άλλο μέρος του βουνού και κάθε
φορά σκεφτόμουν ότι, να, ίσως εδώ να χάθηκε το παιδί μου. Εσύ. Μέχρι το τέλος
της ζωής μου έλεγα ότι δεν θα υπάρχει γωνιά που το χώμα του να μην το αγγίξω με
τα χέρια μου, να μην λουστώ με τη λάσπη του. Δέχτηκα αυτό που γινόταν και
περίμενα τη στιγμή της τιμωρίας. Γιατί ήξερα ότι θα ερχόταν. Χρειάστηκε να
περιμένω είκοσι χρόνια. Και πήρα την εκδίκησή μου, χωρίς εγώ να προετοιμάσω
τίποτε. Ο Λάιος τιμωρήθηκε. Λυπάμαι μόνο που δεν βλέπω τη δική του απόγνωση
γιατί τίποτε δεν έγινε όπως το είχε σχεδιάσει. Με βλέπει όμως από αλλού να
κυβερνώ ισότιμα με τον γιο μου στο δικό του παλάτι. Είναι κι αυτό μια
ευχαρίστηση.
ΟΙ. Μου προκαλείς φρίκη.
ΙΟ. Σου προκαλούν φρίκη οι θεοί;
ΟΙ. Από πότε ξέρεις ότι είμαι γιος σου;
ΙΟ. Από την αρχή. Η ομοιότητά σου με τον Λάιο
ήταν πολύ έντονη, για να είναι τυχαία. Και ύστερα, ξέρω κάτι που οι άλλοι δεν
βλέπουν κάτω από το μακρύ σου ένδυμα. [Τον πλησιάζει και του ψιθυρίζει στο
αυτί] Τα πρησμένα σου πόδια.
ΟΙ. Τα πόδια μου; [Προσπαθεί να τα κρύψει]
ΙΟ. Ανόητε. Πόσο γέλασα από μέσα μου, όταν μια
μέρα μου είπες ότι είναι στη φύση σου να γνωρίζεις την αλήθεια. «Ως και το
όνομά μου το μαρτυρεί», μου είχες πει. Οι-δί-πους. Μου συλλάβισες το όνομα και
ξεχώρισες το πρώτο μέρος, που στη γλώσσα των προγόνων μας, αυτήν που ακόμη
χρησιμοποιούν οι ιερείς στα μυστικά τελετουργικά τους, σημαίνει αλήθεια, γνώση.
Η αλήθεια… Και τι ξέρεις εσύ από αλήθεια; Αναρωτήθηκες ποτέ για το οίδημα
[τονίζει τη λέξη] των ποδιών σου; Από πότε το έχεις; Ξέρεις; Εγώ ξέρω, γιατί
είδα με τα ίδια μου τα μάτια τον Λάιο, τον πατέρα σου, να δένει σφιχτά με
χοντρό σχοινί τα πόδια σου, εκεί χαμηλά στους αστραγάλους, μην τυχόν και
μπορέσεις και μπουσουλήσεις και ξεφύγεις από τα ζώα του βουνού, εσύ ένα μωρό
μόλις γεννημένο. Ύστερα, ήταν και η ηλικία σου. Είχες την ηλικία που θα είχε ο
γιος μου αν ζούσε. Αν ζούσε. [Γλυκαίνει τη φωνή της] Ζούσες και επιτέλους σε
κρατούσα στην αγκαλιά μου. Όχι μια χούφτα χώμα από τον Κιθαιρώνα, μα σάρκα
ζωντανή, ζεστή, που πάλλεται στο άγγιγμά μου.
ΟΙ. Μπορεί όλα αυτά να είναι συμπτώσεις.
ΙΟ. [Ειρωνικά] Θα το ήθελες, έτσι δεν είναι;
Αλλά και εγώ φρόντισα να σιγουρευτώ. Δεν μπορούσα, βλέπεις, να εμπιστευτώ τη
λαχτάρα μιας στερημένης μάνας. Έπιασα τον δούλο του Λάιου, εκείνον που σε
άρπαξε μακριά μου. Τον απείλησα. Ως και καυτό νερό έχυσα δίπλα στα πόδια του.
Δεν χρειάστηκε να τον τρομοκρατήσω περισσότερο, για να αλλάξει αφέντη. Άλλωστε,
αυτός που υπηρετούσε χρόνια, ήταν πια νεκρός. Τον είχες σκοτώσει εσύ αγαπημένε.
Κλείνεις τα αυτιά σου; Γιατί γλυκέ μου;
ΟΙ. Μη με αποκαλείς έτσι.
ΙΟ. Μα είσαι ο αγαπημένος μου. Ο διπλά
αγαπημένος. Γιος και σύζυγος. [Ο Οιδίποδας εξακολουθεί να αποστρέφει το βλέμμα
του. Η Ιοκάστη εξαγριώνεται] Σιχαίνομαι την αηδία που βλέπω στο πρόσωπό σου.
Άκου λοιπόν την αλήθεια που τόσο περηφανεύεσαι ότι έχει το όνομά σου. Άκου την
μέχρι το τέλος. Μου είπε ο δούλος πως δεν έκανε αυτό που τον πρόσταξε ο
αγαπημένος σου πατέρας και αφέντης του. Σαν ανέβηκε στον Κιθαιρώνα, έχοντάς σε
αγκαλιά, βρήκε εκεί ένα βοσκό από την Κόρινθο. Με αυτόν τον ίδιο άνδρα
συναντιόταν κάθε χρόνο για έξι ολόκληρους μήνες, από την άνοιξη μέχρι τις αρχές
του φθινοπώρου, όταν και οι δυο ανέβαζαν τα κοπάδια ψηλά στο βουνό της μοίρας
μας, ο ένας του Λάιου των Θηβών και ο άλλος του Πόλυβου της Κορίνθου. Λυπήθηκε
να σε αφήσει να πεθάνεις και σ’ έδωσε σ’ αυτόν, με τον όρο να σε πάει
στον τόπο, απ’ όπου αυτός ο βοσκός καταγόταν. Κι εκείνος σε πήγε στην Κόρινθο
και σε έδωσε στο βασιλικό ζευγάρι που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά. Η άκληρη
βασίλισσα δέχτηκε τον δικό μου καρπό και τον μεγάλωσε. Κι ένιωσε εκείνη τη
γλύκα του παιδιού που μεγαλώνει. Γέλασε μαζί σου, θύμωσε, ίσως να απογοητεύτηκε
με καμώματα που δεν περίμενε από εσένα. Κυρίως με τα μεθύσια της νιότης σου.
Έτσι δεν είναι; Αλλά ήταν από σένα. Σε είχε. Ενώ εγώ είχα τον Λάιο να μου
θυμίζει με τη δική του παρουσία και την παρουσία των παιδιών του από άλλες
γυναίκες –ποιος ξέρει πόσες– να μου θυμίζουν το έγκλημά του. Ούτε μια φορά δεν
απολογήθηκε για ό,τι μου είχε κάνει. Ούτε μια φορά δεν μου ζήτησε συγνώμη.
ΟΙ. Τι ήθελες τέλος πάντων, γυναίκα;
ΙΟ. [Του μιλάει τρυφερά] Γιατί δεν με λες πια…
αγαπημένη;
ΟΙ. Φρίκη.
ΙΟ. [Θυμώνει] Τι ήθελα εγώ; Να θυσιαστεί εκείνος
αντί να σε θυσιάσει. Να πεθάνει εκείνος και να ζήσω εγώ με το παιδί μου. Να μ’
αγαπάει τόσο που να μου κάνει δώρο τη ζωή του, τη δική του και του παιδιού
μας.
ΟΙ. Δεν θέλω ν’ ακούω. Δεν θέλω να αισθάνομαι.
[Η Ιοκάστη τον πλησιάζει και τον αγγίζει. Ο Οιδίποδας απομακρύνεται έντρομος]
Μην με αγγίζεις. Πώς μπορούσες να με αγγίζεις τόσα χρόνια ξέροντας ότι είμαι ο
γιος σου; Γιατί δεν είπες την αλήθεια, όταν την υποψιάστηκες; Αν την έλεγες,
δεν θα παντρευόμασταν, δεν θα κάμναμε παιδιά. Θα έμενα μόνο με την ενοχή του
θανάτου του πατέρα.
ΙΟ. Και να σε χάσω, τη στιγμή που σε έβρισκα;
Όχι βέβαια. Σκέψου λίγο. Η διακήρυξη έλεγε ότι όποιος σκοτώσει τη Σφίγγα θα
παντρευόταν τη βασίλισσα. Αν εγώ έλεγα την αλήθεια, εσύ θα παντρευόσουν μια
νεαρή Θηβαία που θα σε τραβούσε από μένα, ίσως μια πριγκίπισσα από άλλο μέρος,
ίσως κάποιαν από τον τόπο που θεωρούσες για δικό σου χωρίς να είναι. Θα σε
έχανα, τη στιγμή ακριβώς που σε έβρισκα. Δεν μίλησα και κέρδισα τα χρόνια που
δεν σε είχα κοντά μου. Το μπορούσα να σε αγγίζω και το έκαμνα πολύ καλά. Σε
είχα ολόκληρο, γιο και σύζυγο. Έλα να συνεχίσουμε έτσι. Καλά δεν ήμαστε μέχρι
τώρα;
ΟΙ. [Κραυγάζει] Όχι.
ΙΟ. Οιδίποδα, εγώ με τον γάμο μας υπήρξα η
ευσεβής. Άφησα τον χρησμό να πραγματοποιηθεί ολόκληρος. Δεν προσπάθησα να
επέμβω στις βουλές των θεών, όπως έκανε ο Λάιος. Δεν ήμουν εγώ που πήγα ενάντια
στους θεούς, που προσπάθησα να αλλάξω τα σχέδια που είχαν για μας. Δεν έφτασα
εγώ στην ύβρη. Οι θεοί όρισαν να σκοτώσεις τον πατέρα σου και να με
παντρευτείς. Εγώ υπάκουσα. Δεν βλέπεις ότι οι θεοί μας θέλουν ιερό ζευγάρι; Δεν
βλέπεις που μας ανάγκασαν να επαναλάβουμε τον αρχέγονο ιερό γάμο των θεϊκών
προγόνων μας στην Κρήτη, τον γάμο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς με τον γιο κι εραστή
της; Αυτή ήταν η αρχή της θρησκείας μας και αυτούς τους δυο τιμάς και εσύ κάθε
χρόνο με γιορτές και ιεροπραξίες μυστικές. Κι εμείς θα τιμηθούμε κάποτε από
τους απογόνους μας για την ευσέβειά μας. Μην επεμβαίνεις στο έργο των θεών
υψώνοντας τους νόμους των ανθρώπων πάνω από τους δικούς τους νόμους.
ΟΙ. Δεν αντέχω να σ’ ακούω. Δεν αντέχω να σε
βλέπω. [Χύνεται στο παλάτι]
ΙΟ. [Η Ιοκάστη γονατίζει στο βωμό που βρίσκεται
μπροστά στο παλάτι] Μεγάλη Μητέρα Θεά, σε σένα προσπέφτω ικέτης. Γιατί ο
Οιδίποδας δεν σκέφτεται λογικά με βάση την πίστη την προγονική. Ας καταφέρει να
δειχθεί ευσεβής.
[Κάνει τις πρέπουσες σπονδές. Ακούγονται φωνές μέσα από το
παλάτι]
ΧΟ. Ο βασιλιάς πέθανε. Ο βασιλιάς κρεμάστηκε.
[Η Ιοκάστη σηκώνεται από τον βωμό. Μαζεύει τα σκεύη του
τελετουργικού που μόλις είχε τελέσει. Στέκεται ψυχρή στα ακούσματα]
ΙΟ. Πρέπει να μπω μέσα. Έχω μια κηδεία να
ετοιμάσω και να παρηγορήσω τα παιδιά μου για τον χαμό του πατέρα τους. Θα σταθώ
δίπλα στα αγόρια μου, μέχρι να φτάσουν σε ηλικία να πάρουν τον θρόνο, και θα
ετοιμάσω τα κορίτσια μου για τους γάμους τους, όταν έρθει η ώρα.
[Η βασίλισσα μπαίνει αργά μέσα στο παλάτι, στητή,
μεγαλόπρεπη. Ο θρήνος που ακούγεται όλο και πιο έντονος την αφήνει παγερά
αδιάφορη. Η φωτιά στον βωμό μοιάζει να φουντώνει.]
Δήμητρα
Μήττα
Σου αξίζουν θερμά συγχαρητήρια Δήμητρα. Για έργα που γράφτηκαν από άνδρες είναι καιρός να μιλήσουν και οι γυναίκες για τις τραγικές ηρωίδες, να ρίξουν ένα άλλο φως, μια διαφορετική διάσταση, να διαλευκάνουν πράγματα και καταστάσεις όπως μια ευαίσθητη γυναικεία ματιά έχει το θάρρος και τη δυνατότητα να παρουσιάσει. Αυτή την ευαίσθητη ματιά Δήμητρα αποδεικνύεις ότι άριστα διαθέτεις με το σπουδαίο αυτό έργο σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜια εξαιρετική θεατρική δημιουργία με ολοζώντανα μυθοπλαστικά στοιχεία που γίνονται εργαλεία για μία αριστοτεχνική ψυχογραφηματική διερεύνηση της γυναίκας ως οντότητας στον χώρο (περιβάλλον, κοινωνία, πολιτισμός, γάμος, εργασία, σχέση) στον χρόνο (πορεία από γενιά σε γενιά και ευκαιρία για συγκριτική θεώρηση του τι έχει αλλάξει ως τώρα) και στον χωροχρόνο (μητρότητα). Διλήμματα, μάσκες, ανδροκρατία, άσκηση βίας, πεποιθήσεις, καθήκον, συνήθεια, προσήλωση, φόβος, κατακραυγή, ανασφάλεια, υποταγή, μάσκες, όλα είναι ενεργά, αλληλεπιδρούν και απαιτούν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα μπορέσει άραγε η γυναικεία φύση να ισορροπήσει; Να ξεφύγει; Να λευτερωθεί; Πώς; ...
Συγχαρητήρια στη συγγραφέα!