Ένα σχόλιο από αφορμή το βιβλίο της Πέπης Ρηγοπούλου "Ο Νάρκισσος. Στα ίχνη της εικόνας και του μύθου".
Fabula de nobis narratus
(ο μύθος μας αφορά)
Στο βιβλίο της Πέπης Ρηγοπούλου Ο Νάρκισσος. Στα ίχνη της εικόνας και του
μύθου (Πλέθρον: Αθήνα, 1994) ο αναγνώστης βιώνει πολύ νωρίς τη συμμετοχή
του στο βιβλίο μέσα από τον μυητικό καθρέφτη του εξώφυλλου, που τον εξαναγκάζει
να μιμηθεί την πράξη του Νάρκισσου και να δει αποσπασματικά, και ανάλογα με την
απόσταση από την οποία κρατά το βιβλίο, την εικόνα του προσώπου του.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη, κατ’ ουσίαν δύο –το τελευταίο, και
πολύ σύντομο μέρος, λειτουργεί ως συμπέρασμα ή ως συμφυρση των δύο πρώτων
–αντικείμενο των οποίων είναι δύο ακραίες χρονικές στιγμές: το παρελθόν και το
μέλλον. Το πρώτο μέρος έχει τον τίτλο «Η
σκηνή του μύθου και της τέχνης» και πραγματεύεται ένα ζήτημα αισθητικής
μέσα από τον μύθο του Νάρκισσσου. Στο δεύτερο, με τον τίτλο «Ουτοπίες», η συγγραφέας συζητά το
ομώνυμο θέμα που απασχόλησε τις πρωτοπορίες και οι οποίες «εξόρισαν» το
παρελθόν και τη μνήμη, και βέβαια τη μυθολογία, για χάρη ενός μέλλοντος που,
στη σκέψη τους, θα ήταν οπωσδήποτε καλύτερο. Στο τρίτο μέρος, και με τον τίτλο
«Μια απορία για την αλήθεια στη
ζωγραφική», δείχνεται ότι η ουτοπία,
ως συνέπεια ενός τραυματικού παρόντος και της επιθυμίας για μια τέλεια πολιτεία
που δεν υπόκειται στους κανόνες της ιστορικής αλλαγής και δεν αναγνωρίζεται ως
συγκεκριμένος χώρος σε συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο χρόνο, δεν είναι παρά
μυθική. Και τελικά, ότι μέσα από την τέχνη αποκαλύπτεται το μυθώδες πρόσωπο της
πραγματικότητας, που όμως είναι το αληθινό. Μυθική είναι η απαλλαγμένη από την
καθημερινή χρηστικότητα πραγματικότητα, η πραγματικότητα στην ουσιαστική
διάστασή της. Μήπως μέσα από τα παπούτσια του Βαν Γκογκ δεν ήταν που ρίξαμε το
μάτι μας στη γη;
Στο πρώτο μέρος, η συγγραφέας πραγματεύεται την τέχνη σαν ένα παιχνίδι έρωτα
και θανάτου, σαν ένα παιχνίδι δοκιμής των ορίων ανάμεσα στην ταυτότητα και την
ετερότητα, ένα παιχνίδι μεταλλαγών, μια συνεχή διάχυση της μιας μορφής μέσα
στην άλλη, αέναη αναζήτηση της ολότητας μέσα στην πολλότητα, του εαυτού και του
ίδιου μέσα από την ετερότητα και το άλλο, του υποκειμένου μέσα στο αντικείμενο.
Ωστόσο, εκείνο που δείχνει η συγγραφέας μέσα από τον μύθο του Νάρκισσου είναι
ότι η θέαση της ολότητας δεν είναι παρά στιγμιαία, μια στάση πριν από τη
συνέχιση της πορείας. Η επαναζήτηση της ίδιας εκείνης ενιαίας εικόνας συνιστά
μιαν ουτοπική αναζήτηση· σε αυτήν την περίπτωση,
η αναζήτηση ανάγεται σε ψύχωση και η κάθε νέα εικόνα βιώνεται σαν
αποκρουστική παραμόρφωση της ενότητας. Η
μνήμη της ενότητας και η βίωση της θραυσματικής αλήθειας μέσα από την κάθε
εικόνα γίνονται τραυματικές εμπειρίες. Ο Νάρκισσος λ.χ. αρνείται να δεχτεί το
στιγμιαίο της ωραιότητας της εικόνας του στα νερά της λίμνης και να δεχτεί αυτή
τη συνεχή απώλεια και εύρεση της ταυτότητας. Αρνείται να μπει στο παιχνίδι της
μεταμόρφωσης, στη συνεχή μετάβαση από το φαίνεσθαι στο μη φαίνεσθαι, από το φως
στη σκιά, από το ον στο μη ον, και γι’ αυτό δεν υπάρχει. Κομματιασμένος, αναζητεί
την εικόνα της ολότητάς του, την ταυτότητά του, αρνούμενος το παιχνίδι του
διαλόγου φωτός και σκιάς και επιζητώντας την αιωνιότητα, το συνεχές φως, την
κατάργηση της σκιάς, που όμως συνεπάγεται τον θάνατο, την ανυπαρξία. Ο Νάρκισσος
αρνείται να δεχτεί ότι η γνώση του εαυτού περνά μέσα από τη συνειδητοποίηση της
αποσπασματικότητάς του και τη δραματικότητα που ενέχει η συνεχής αίσθηση της
απώλειας και του ανολοκλήρωτου.
Σ. Νταλί, Η μεταμόρφωση του Νάρκισσου, 1937. |
Με μίτο τον μύθο του Νάρκισσου, η Π. Ρηγοπούλου, και συμφωνούμε απόλυτα μαζί της μας δείχνει ότι στην τέχνη κυριαρχούν η μεταμόρφωση, η καθαρή σειρά των φαινομένων, το μη ατομικό, πολλαπλό και ρευστό σώμα, ικανό για όλες τις μεταμορφώσεις, ελευθερωμένο από τον καθρέφτη του εαυτού του και την υποκειμενικότητα, προδότη του είδους του, παραδομένο σε κάθε αποπλάνηση, εκτεθειμένο στον ίλιγγο των άλλων ειδών και στην ερωτική αποπλάνηση, στην ετερότητα του άλλου φύλου και του άλλου είδους, που διασκορπίζεται σε εμφανίσεις, και δεν πεθαίνει· σώμα που δεν γνωρίζει την τάξη αλλά την ιλιγγιώδη μεταβολή, ανοιχτό σε παραπλανήσεις και περιπλανήσεις. Το κυρίαρχο σε μια τέτοια δημιουργία είναι η αντιστρεψιμότητα και η μίμηση-προσποίηση (το θηλυκό γίνεται αρσενικό, το καλό κακό, η παρουσία απουσία, ο άνθρωπος θεός κ.τ.λ.), το παιχνίδι των μορφών και η διείσδυση ή μεταλλαγή της μιας στην άλλη, το συνεχές ανέβασμα στη σκηνή, στον τόπο αυτόν της ψευδαίσθησης αλλά και της ανάδυσης της αλήθειας, ένα συνεχές πηγαινέλα ανάμεσα στον ορατό και το αόρατο, μια πρόκληση για συνάντηση της ζωής με τον θάνατο, ένα ερωτικό ραντεβού, βίωση θρησκευτική, αγωνία για την αλήθεια (α-λήθεια, μη λήθη, συνεχής παρουσία μέσα από τη μνήμη).
Βέβαια, η καλλιτεχνική δημιουργία είναι και από μια άλλη άποψη θρησκευτική:
από την επανάληψη της, από το συνεχές κοίταγμα στον καθρέφτη, μήπως και μέσα
από την επανάληψη, έστω και τη μηχανική, συμβεί το ανεπανάληπτο: η ανάμνηση του
πρωταρχικού γεγονότος, όχι διανοητική και σταδιακή, όπως τη σκεφτόταν ο
Πλάτωνας, αλλά άμεση βίωση, το σπάσιμο της συνέχειας του χρόνου και της εισβολής
αυτού που είχε γίνει στο παρελθόν και είχε χαθεί. Μέσα από μια τέτοια εμπειρία,
ο χρόνος παύει να είναι ευθύγραμμος, γίνεται κυκλικός μαζί και ευθύγραμμος,
ανομοιογενής, και ίσως γι’ αυτό αιώνιος. Μόνο που στο δικό μας σύστημα έχει
δοθεί προτεραιότητα στη μη αντιστρεψιμότητα του χρόνου, της ιστορίας, ενώ κάθε
αντιστροφή θεωρείται ανήθικη. Αλλά μόνο αυτό που αντικρούει τη μη
αντιστρεψιμότητα μπορεί να είναι κάτι συναρπαστικό, μπορεί να συμφιλιώνει τον
νόμο με αυτό που αυτός απαγορεύει. Εξάλλου, με την άρση του ευθύγραμμου, παύει
να υφίσταται η μέλλουσα κρίση και, επομένως, αίρεται η διάκριση σε καλό και
κακό, ηθικό και ανήθικο· μέσα από τη μεταμόρφωση
η τέχνη γίνεται αν-ήθικη, όπως αν-αισθητική υπήρξε η αρχή της.
Αν όμως ο μύθος είναι ο τόπος της μεταμόρφωσης, της αναζήτησης του όλου, η
συγγραφέας δείχνει ότι και στις ουτοπικές πολιτείες το ζητούμενο είναι το όλο
μέσα όμως μέσα από την άρνηση της αλλαγής και της απόρριψης και την ακινησία
του τόπου και του χρόνου. Οι ουτοπικές πολιτείες θυμίζουν την άρνηση του
Νάρκισσου να αποδεχθεί το στιγμιαίο της σύλληψης της ταυτότητάς του στο σύνολό
της και την αναγκαιότητα της εμπλοκής σε μια νέα αναζήτηση. Είναι η ανέφικτη,
και γι’ αυτό τραγική επιθυμία για την αδιατάρακτη λίμνη.
Μέσα από το βιβλίο της, η Ρηγοπούλου μας επιτρέπει να στοχαστούμε για μια
ακόμη φορά πάνω στο μυθώδες, την καλλιτεχνία, την ουτοπία, τον έρωτα, τη γνώση,
τον θάνατο, τη μεταμόρφωση, τον καλλιτέχνη που, κάτω από ορισμένες συνθήκες, σε
μια συγκεκριμένη απόσταση από τα πράγματα και σε μια συγκεκριμένη χρονική
στιγμή (ωραίο είναι κάτι που γίνεται στην κατάλληλη ώρα, στιγμή) ρίχνει τη
ματιά του σε ένα μέρος της πραγματικότητας βγάζοντάς την από την αφάνεια του
αδιάφορου βλέμματος.
Υ.Γ. Το σχόλιο για το βιβλίο της Π. Ρηγοπούλου δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Πόρφυρας 78 (1996) 484-485 και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο μου Μύθος και Τέχνη. Διάλογος για την απώλεια των ορίων. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 2002. Η ανάρτηση εδώ προκλήθηκε από τις αναρτήσεις του Νίκου Βουδούρη για το βιβλίο και τον Νάρκισσο γενικά.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή