Σταύρου Βαβούρη ποιήματα

Σταύρου Βαβούρη Ποιήματα ενός μείζονος ποιητή
που άφηνε τα ποιήματα να τον πηγαίνουν, καθώς αυτά πήγαιναν

Να, που Φλέγομαι,
που καίγομαι και καίω
που χάνομαι
που γίνομαι φωτιά.

Ο Σταύρος Βαβούρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1925 και πέθανε το 2008 σε ηλικία 83 ετών, ανάπηρος σε όλη του τη ζωή, με μια αίσθηση απελευθέρωσης και ανεξαρτησίας στη θάλασσα, τόπος και πηγή έμπνευσής του, καθηγητής φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, δημόσιος υπάλληλος, και με διευθυντικά καθήκοντα, ποιητής, με αφορμή και γραμματικά και συντακτικά φαινόμενα, αλλά και λογικούς συλλογισμούς που διδάσκονται στο μάθημα της φιλοσοφίας, μέσω των οποίων μιλούσε για παρωχημένα αισθήματα και πρόσωπα / σε χρόνο πάντα υπερσυντέλικο / κι όταν ακόμη τα πιστεύαμε ενεστώτα, για το εφήμερο των αισθημάτων, για την αβεβαιότητα ακόμη και του πραγματικού, για το δυνατό αλλά καθόλου οριστικό, για τη ματαιότητα των προσδοκιών, αλλά και για τη ματαιότητα να προσδοκά κανείς το βέβαιο, λ.χ. τον θάνατο –πεθαίνεις τελικά.
Ποιητής που εμφανίστηκε στα γράμματα το 1952 και σταμάτησε να μιλά –ή να ανακοινώνει– ποιητικά το 1999, βίωσε σημαντικές ιστορικές στιγμές, πολέμους, εμφύλιους και μη, και δικτατορίες, παλινορθώσεις και μεταπολιτεύσεις, κοινωνικά φαινόμενα, όπως εξορίες και ξενιτεμούς, εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, τον «εκσυγχρονισμό» της Ελλάδας μέσα από το γκρέμισμα και την ανοικοδόμηση, την αστικοποίηση και την ερήμωση της υπαίθρου, την ανάδυση νέων αξιών και του ονείρου του νεοέλληνα για κοινωνική και οικονομική άνοδο με κάθε μέσο κτλ. Τι απ’ όλα αυτά διαπερνά την ποίηση του Βαβούρη; Τίποτε, θα απαντούσε κανείς με μια πρώτη ματιά. Κι όμως, η μόνωση του ατόμου, η διάψευση των προσδοκιών, η διαρκής αίσθηση μιας ρευστότητας, της ματαίωσης, ενός επικείμενου θανάτου, η ακινησία, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας υποκριτικής κοινωνίας δεν είναι αποτέλεσμα μιας ψυχής και ενός νου εκτός τόπου και χρόνου αλλά μιας συναισθηματικής νοημοσύνης που αναπτύσσεται και πάλλεται μέσα σε συγκεκριμένα κοινωνικοπολιτικά πλαίσια.

Αποτέλεσμα εικόνας για Σταύρος Βαβούρης


Ελάχιστος φόρος τιμής στον σπουδαίο ποιητή η παράθεση ποιημάτων του:







ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ (πόσπασμα)

δ, τελειώνει τ ταξίδι μας:
Σωπαίνουν ο ρες μου.
Σπάσανε τ μάγια σου κα ψώθηκε τ φράγμα:
γ π δ. σ π κε:
Ταξίδεψε τώρα. Ταξίδεψε τραγοδι μου.
Προωθήσου μς στν ρημι κα μς στν ρνηση
σ πληγωμένες ρες μοναχς
σ’ γνωστα χρόνια, σ’ γνωστα τοπία
δεξε μου τώρα πο
κι σπο, μπορες ν πς.          

Στέκομαι ντιστύλι στ βορι
νύχτα νθίζει κα ψηλώνει
Ο δρόμοι χαίνουν: Φύγε.
γνας σου ρχίζει
πέρα π τν γνα μου.


ΔΕΝ ΠΡΟΣΠΑΘΟΥΣΑ ΝΑ ΠΡΟΦΥΛΑΧΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
Δν προσπαθοσα ν προφυλαχτ π τ βροχή·
Σκούπιζα μόνο τ γυαλιά μου κα κοίταζα στ μάτια σου βαθι
σο μου δινόταν πι βαθειά.

λλοτε, ταν λίμνες λοιπόν.
Βυθο κατάφυτοι πέραντου νυδρείου
Δάσος πυκνό.
λάφια πανικόβλητα τ διαπερνοσαν τρέχοντας
κα βούλιαζαν μετ στ νύχτα, πο κατέβαινε.
Πυγολαμπίδες φώτιζαν τ ρέβη τους
κι γραφαν στ’ νάβλεμμά τους ποιήματα,

προχθές, χαμένα πι
καθς σφύριζε νυπόμονα σειρνα
κι να πουλ μονάχα
χάζευε σν πέτρινο τν πλήξη του
πίσω π’ τν νωχέλεια τν βλεφάρων σου.

Ξαφνιάστηκε
πως τ κοίταξα μ τόση πιμονή·
νήσυχο ναπήδησε γι λίγο
κι μέσως πειτα φτερούγισε μ τρόμο
κα χάθηκε,
κουκκίδα σκοτειν ξετρελαμένη
στν δειο ρίζοντα τς ρημις το βάθους.


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΠΟΥΛΟΥΣΕ ΛΑΧΕΙΑ
κείνη ταπειν πικρ γυνακα
πού περνοσε κάθε βράδυ
κρατώντας
να κοντάρι μ λαχεα πούλητα
μισοπουλημένα
στω κι λα πουλημένα σχεδν

τ βλέπω τώρα
πώς ταν περισσότερο να μάθημα
μι πίπληξη αστηρή,
μι προειδοποίηση π’ τ Μορα
κα διόλου μ διόλου
να πέρασμα τυχαο
κάτω π’ τ’ νοιχτ μ’ πόγνωση
παράθυρό μου.


ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ «ΠΟΥ ΔΕ ΒΓΑΙΝΕΙ»
Στέκεται κε μ τ ριζόντιο βλέμμα του λλόκοτο
πολίθωμα νείρου κι σελγείας
καπνίζοντας τσιγάρα τέλειωτα.
κριβς μπροστά του
κτείνεται νας δρόμος «πο δ βγαίνει»
πού βρίθει π φωνς κα κόσμο
κα σημαες κυματίζουσες στς θνικς γιορτές.
Στ βάθος του νας τοχος
κλείνει να μεγάλο μέρος τ’ ορανο
(δηλαδ κα ν μν τόκλεινε
τ διο θάτανε γι’ ατόν)
πού πάνω του διαβάζουμε λοι:
-SINGER… Ραπτομηχανα SINGER
Ράπτετε δι’ λεκτρισμο
Ράπτετε δι’ λεκτρισμο.-
κα παρακάτω;
Παρακαλ μν κνευρίζεσθε.
Τίποτα παρακάτω.
πλς: - Ράπτετε δι’ λεκτρισμο-

Ατς καπνίζει τέλειωτα
κι ο νθρωποι πηγαίνουν κι ρχονται
στ δρόμο πο δ βγαίνει.
λλοι εναι κατηφες, λλοι εναι λίθιοι
κα φυσικ δν εναι κατηφες.
Περνν ργ μπροστ π τς βιτρίνες
μ νοσηρ χαζά, χαμόγελα:
μορφες γυνακες λλ κι μετικς γυνακες.

ραία γόρια κα μαντράχαλοι μως
πού βρωμον τ πόδια τους.
Ατς καπνίζει τέλειωτα.
Μετατοπίζεται λιγάκι
γιατί μουδιάζει πότε πότε
μ γενικς σβήνει, κι νάβει τ τσιγάρα του
κα τ μάτια του πομένουν σ μόνιμη ριζόντια γραμμή.

Κάποτε λ’ ατ τν νδιαφέραν:
Τ πρόσωπα, ο κινήσεις τους
τ πράγματα, τ ργια
τ γράμματα κι ο τέχνες
κι λληνικ πολιτικ ζω κόμη.

Τώρα στέκεται κε, πείσμων κι πηρμένος
λλόκοτο πολίθωμα δυπάθειας
νείρου κα σιωπς.
Τί νάχει νειρευτε,
σ ποις ργιώδεις πανυχίδες παρευρέθη;
Γιατί ν παίρεται;

Κανες δν ξέρει. Ο πιγραφς σβήνουν κι νάβουν στ βάθος:
-SINGER… SINGER… Ράπτετε δι’ λεκτρισμο-
κα τίποτ’ λλο.

«γαπητέ μου, τίποτ’ λλο» γράφει συχν
σ πρόσωπα καθόλου γαπητ
(πλος γνωστος πο γνώρισε μονάχα π νία)
«δν χω τίποτ’ λλο ν σο γράψω
Πολλος χαιρετισμούς, πολλ φιλιά,
δικός σου ληθινά…»

Τσιγάρα, πανωτά, βουβο μονόλογοι
ρωτα ξ πογνώσεως παρ π πόθο πι
κα τίποτ’ λλο, πελπιστικ τίποτ’ λλο.


ΥΠΟ ΑΜΥΔΡΟΝ ΦΩΤΙΣΜΟΝ
Α’
Θ κοιμηθ πόψε πλάι στ κμα.
Τόσο κοντ στε τν νύχτα λη θάλασσα
ν πλημμυρίζει φλοσβο τ νειρά μου

Θ κοιμηθ πόψε πλάι στ κμα
κι λπίζω ν ξυπνήσω κμα τ πρω
βράχος, μμος, χιβάδα
να στοιχεο λλιώτικο
σ’ ν’ λλο σχμα π’ κενο
πού ς τώρα μ’ κλεινε
πού δν τ’ ντέχω πι
δν τ μπορ
πεθαίνω π σφυξία μέσα του. 


Η ΚΑΤΑΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
θάλασσα χρόνια μετ σ κυνηγάει.
Μ’ τέλειωτες βουβς παλίρροιες,
σο βαθι κι ν μετοικήσεις στ μεσόγεια,
εσχωρε στς μέρες σου,
στς ρες σου, νοίγοντας στν πνο σου ρωγμς
σο στ λησμονι βαθι κι ν χεις ταξιδέψει
σα κι ν χτισες ψηλ κα στερε φράγματα

μ κύματα μεγάλου θυμο
θάλασσα τ περπηδ κα τ σαρώνει.
σες προσχώσεις κι ν παρεμβληθονε –Θέ μου! –
στ κουρασμένο σμα σου
κα στ’ κοίμητο δικό της, νάμεσα.
θάλασσα χρόνια μετά, σ φτάνει μία νύχτα.
νοίγει τ παράθυρα κα σπάζει τς πόρτες
σ κατακλύζει μ τυφνες πρόβλεπτους
νεπαίσθητα σ κατατρώει σ βράχο.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ιοκάστη

Ένα σχόλιο από αφορμή το βιβλίο της Πέπης Ρηγοπούλου "Ο Νάρκισσος. Στα ίχνη της εικόνας και του μύθου".

«Τσίρκα και Σολωμού»