Δήμητρας Μήττα "Το τσαλακωμένο μάγουλο" (Διήγημα)

Το διήγημα που ακολουθεί περιλήφθηκε στη σειρά διηγημάτων με τον αντιεμπορικό γενικό τίτλο Γραμματοσειρές και Φωτογράμματα. το βιβλίο εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο της Θεσσαλονικης University Studio Press το 2004. Η φωτογραφία του εξωφύλλου είναι του Γιώργου Τσαουσάκη -ο τίτλος υπήρξε το έναυσμα για μια σειρά σπουδαίων φωτογραφιών, όχι επεξεργασμένων σε υπολογιστή, όπως φαίνεται με μια πρώτη ματιά, από έναν σεμνό φωτογράφο. 












Το διήγημα χαρακτηρίστηκε σκληρό και ως τέτοιο έχει μείνει στη μνήμη όσων το διάβασαν. Ας συνοδευτεί λοιπόν από μια "μαλακή" ή απελπισμένη μουσική. 


Το τσαλακωμένο μάγουλο

"Τον είχε πάρει ο ύπνος πάνω στο γραφείο του. Όταν θα ξυπνούσε, θα αγωνιζόταν να θυμηθεί πριν από πόση ώρα είχε αποκοιμηθεί και θα αισθανόταν μια ανεξήγητη αγωνία που η μνήμη του τον πρόδιδε και του δημιουργούσε κενά στον χρόνο. Θα διαπίστωνε ακόμη ότι το πουκάμισό του είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα, τόσο που είχε κολλήσει επάνω του και είχε γίνει ένα με το δέρμα του, και ότι τα μαλλιά του ήταν σαν να τα είχε μόλις λούσει ή σαν να είχε βάλει μπριγιαντίνη. Αλλά τώρα κοιμόταν ακόμη. Και δεν μπορούσε να ρωτήσει ή να αισθανθεί τίποτε. Για λίγο ακόμη. Για όσο χρόνο χρειάστηκε μια μύγα να τον τραβήξει από το πιο βαθύ πηγάδι του ύπνου που θυμόταν να έχει πέσει ποτέ. Από εκείνο το τίποτε από το οποίο τον ανέσυρε το περπάτημα μιας μύγας.
Περιδιάβασε το πρόσωπό του του κοιμισμένου άνδρα σε όλες του τις χαρακιές, για  να γευτεί τον ιδρώτα. Αλλά αυτό το πήγαινε έλα της μύγας τραβούσε τον Χρήστο από τον λήθαργό του. Αισθανόταν να ανεβαίνει από ένα σκοτεινό χώρο χρησιμοποιώντας μιαν ανεμόσκαλα, από την οποία έπεφτε λίγο πριν φτάσει να αγγίξει το χείλος του πηγαδιού όπου είχε πέσει. Κι αυτό γινόταν κάθε φορά που η μύγα εγκατέλειπε το πρόσωπό του, για να ξαναγυρίσει λίγο αργότερα.
Σιγά σιγά ο Χρήστος επανερχόταν. Λίγο πιο πάνω από τον πάτο του πηγαδιού κάθε φορά. Μερικά σκαλιά στην ανεμόσκαλα πιο πάνω. Μέχρι που κατάφερε κι ακούμπησε το γόνατό του στην επιφάνεια κι έδιωξε τη μύγα με το χέρι του. Έμεινε εκεί, δίπλα στην τρύπα του ύπνου του, να κοιτάζει κάτω και να μην βλέπει τίποτε. Τουλάχιστον να ξεκολλήσει από πάνω του αυτό το καταραμένο πουκάμισο που είχε γίνει ένα με το πετσί του και τον έκαιγε. Αλλά, καθώς το τραβούσε, αισθανόταν να ξεκολλά και το δέρμα του. Σαν το ρούχο να είχε ποτιστεί με δηλητήριο. Έπρεπε να το βγάλει. Να απαλλαχτεί από αυτό το δεύτερο δέρμα, ακόμη και γδέρνοντάς το, και να γλυτώσει από τη μυρωδιά του που την αισθανόταν σαν αναθυμιάσεις δηλητηριώδους αερίου. Κι όσο μεγάλωνε ο πανικός του για τον αόρατο εχθρό της σάρκας και της μύτης του, τόσο τα χέρια του μπερδεύονταν και έχαναν τα κουμπιά του πουκάμισου.
Το νερό. Μόνο αυτό θα τον γλύτωνε από την ξένη σάρκα που τον έκαιγε και από το καβούρι που είχε εγκατασταθεί στο μυαλό του και το έσφιγγε. Χώθηκε με τα ρούχα κάτω από το ντους. Το νερό κύλησε επάνω του και παρέσυρε τον ιδρώτα και το ξένο δέρμα. Οι μυρωδιές διαλύθηκαν στον πάτο της μπανιέρας και το σιφόνι τις κατάπιε. Το καβούρι άρχισε να ελευθερώνει το μυαλό του. Τα μέλη του χαλάρωναν. Επιτέλους, ηρεμούσε. Άνοιξε τα μάτια που τόση ώρα στο μπάνιο τα κρατούσε σφιχτά κλεισμένα και, σηκώνοντάς τα, συνάντησε το είδωλό του στον καθρέφτη. Τί θα έλεγε κανείς αν έμπαινε στον μπάνιο και τον έβλεπε ντυμένο κάτω από το ντους; Τελείως αστεία, προσπάθησε να σιάξει τα βρεγμένα του ρούχα. Τράβηξε το παντελόνι για να έρθει στη θέση του κι έσιαξε τον γιακά του πουκάμισου. Βγήκε από την μπανιέρα και αισθάνθηκε το πόδι του να πλέει μέσα στη λίμνη του παπουτσιού. Έσκυψε λίγο, για να βεβαιωθεί ότι, πράγματι, είχε μπει με τα παπούτσια στην μπανιέρα. Αλλά αυτό το ελαφρό σκύψιμο του έφερε σκοτοδίνη και του ανακάτεψε το στομάχι. Ένιωσε -τί ένιωσε; το είδε στον καθρέφτη-, ένιωσε το αριστερό του μάγουλο να μουδιάζει. Σαν να ζεστάθηκε ξαφνικά πολύ, ενώ το άλλο έμενε κρύο. Και αυτό που ζεσταινόταν στράβωνε σαν λαμαρίνα και διπλωνόταν στα δύο. Έβαλε το χέρι στο μάγουλο που διπλωνόταν, να προλάβει να το κρατήσει ίσιο, προτού διπλωθεί οριστικά και παρασύρει το άλλο σε ένα τέντωμα που θα το έκαμνε να σπάσει σαν κλωστή. Κι όσο πάσκιζε να κρατήσει ίσιο το μάγουλό του και να προλάβει την οριστική παραμόρφωση του προσώπου, το κορμί του βάραινε και τα πόδια λέπτυναν τόσο που δεν μπορούσαν να κρατήσουν τη χοντρή μπάλα που είχε μπροστά του. Η φιγούρα του ανθρώπου με τα ψιλόλιγνα πόδια, τη χοντρή κοιλιά και το διπλωμένο μάγουλο, η φιγούρα αυτή που έβλεπε στον καθρέφτη, του αναστάτωσε ακόμη περισσότερο -επικίνδυνα αυτή τη φορά- το στομάχι. Σαν να του ανακάτευε κάποιος με μια κουτάλα το περιεχόμενό του. Τα λιγνά πόδια τον πρόδωσαν. Δεν άντεξαν το βάρος του σώματος και λύγισαν. Σωριάστηκε κάτω κι ένιωσε τις συσπάσεις του στομαχιού του να σπρώχνουν τις μασημένες τροφές προς τα πάνω, για να βγουν από την τρύπα του στόματος.
 Τον μπούκωσε η μυρωδιά του εμετού που κύλησε στον λαιμό του, και το κρύο από τα πλακάκια πέρασε σε όλο του το κορμί. Η ζάλη που αισθανόταν αλλοίωνε τον χώρο. Το ταβάνι μια ερχόταν πολύ κοντά του και μια έφευγε μακριά. Το ίδο και οι πλαϊνοί τοίχοι, έτσι που το μπάνιο γινόταν μια στενό, σαν να ήταν το φέρετρό του, και την άλλη μεγάλο, σαν να αιωρούνταν στο κενό. Και τώρα, νά τώρα, θα πέσει. Θα πέσει και τα κομμάτια της ψιλόλιγνης φιγούρας με τη χοντρή κοιλιά θα σκορπίζονταν πέρα δώθε, χωρίς ποτέ να μπορέσουν να βρεθούν όλα. Έκλεισε τα μάτια. Και του έμεινε η μυρωδιά από το σαμπουάν που είχε χρησιμοποιήσει και από τις μασημένες τροφές που το στομάχι του είχε αποβάλει. Και ακόμη μια, διάχυτη σε όλο το μπάνιο. Το άρωμα της γυναίκας του. Κι αυτή η τελευταία μυρωδιά του πρόσφερε τόση ασφάλεια που έκλεισε τα μάτια του για να χωθεί ολόκληρος μέσα της και να προστατευτεί. Γλυκιά μου.

*******
Το εγκεφαλικό του Χρήστου δεν ήτανε ιδιαίτερα βαρύ. Επανερχόταν σιγά σιγά. Αναγνώρισε το ταβάνι του νοσοκομείου και τις ανακατωμένες μυρωδιές από τα φάρμακα, τα μαγειρεία και τα απολυμαντικά που χρησιμοποιούσαν για τον χώρο. Έβλεπε τους γιατρούς να μπαινοβγαίνουν, τους συγγενείς να στέκονται στην άκρη του δωματίου κοντά στην πόρτα, για να μην τον ενοχλούν, τις κόρες του να σκύβουν επάνω του. Και όλοι αυτοί να εναλλάσσονται. Μόνο η γυναίκα του ήταν σταθερά δίπλα του. Όποτε κι αν άνοιγε τα μάτια του, την έβλεπε εκεί, έτοιμη στην παραμικρή κίνηση των ματιών του να καταλάβει την ανάγκη του και να την ικανοποιήσει. Σαν να μην την ενοχλούσαν όλες αυτές οι μυρωδιές που έβγαιναν από το σώμα του. Σαν να είχε ξεχάσει όλες εκείνες τις θύελλες που δεν έγιναν καταιγίδες και δεν ξέσπασαν, όλη εκείνη την κατάσταση που βάραινε το σπίτι τους την τελευταία πενταετία του γάμου τους. Εκείνες τις ημέρες του νοσοκομείου, ο Χρήστος συνειδητοποίησε ότι η γυναίκα του είχε το μοναδικό χάρισμα να προσαρμόζεται στις ανάγκες των άλλων. Αυτό που άλλοτε το έβλεπε σαν αδυναμία, σαν αβουλία, σαν κάτι που πήγαζε από άτομα αδύναμα, που δεν έχουν δική τους προσωπικότητα και χώνονται κάτω από μια σκιά, τώρα το έλεγε δώρο ζωής. Ο Χρήστος αφηνόταν στα χέρια της με όλη εκείνη την εμπιστοσύνη που αισθανόταν να της χρωστά. Με όλες εκείνες τις τύψεις όχι τόσο για τις εξωσυζυγικές του περιπέτειες όσο για την ανεμελειά με την οποία τις έκαμνε.
Βγήκε από το νοσοκομείο συντομότερα απ' ό,τι περίμεναν και οι ίδιοι οι γιατροί. Η βελτίωσή του ήταν θεαματική. Μπορούσε να σηκώνεται, να στέκεται, να περπατά. Αλλά για να αρχίσει οποιαδήποτε κίνηση χρειαζόταν την κινητήρια δύναμη της Όλγας. Εκείνη τον σήκωνε κι αυτός περπατούσε. Εκείνη τον κρατούσε, για να καθήσει κι αυτός έκαμπτε τη μέση του. Τα μόνα ουσιαστικά προβλήματα ήταν η δυσκολία να κάμψει τα χέρια του και το γεγονός ότι ακόμη δεν μπορούσε να μιλήσει. Τα μάτια παρέμεναν το βασικό μέσο επικοινωνίας του Χρήστου με τη γυναίκα του. Γιατί για τους υπόλοιπους η ματιά ήταν ένας άγνωστος γλωσσικός κώδικας. Βέβαια, οι γιατροί αισιοδοξούσαν ότι πολύ σύντομα θα μπορούσαν να αποκατασταθούν όλες οι λειτουργίες. "Έ, και με τη γυναίκα που έχετε κύριε Χρήστο ...", αυτή ήταν η επωδός όλων εκεί μέσα. Ο Χρήστος έφυγε από το νοσοκομείο και για μέρες συζητούσανε στον θάλαμο και στα γραφεία για το δεμένο ζευγάρι. Αλλά και ο ίδιος ο Χρήστος αισθανότανε ότι άρχιζε μια καινούρια περίοδος με τη γυναίκα του. Κι ήταν ανακουφιστική αυτή η σκέψη, γιατί οι κόρες τους ήταν πια μεγάλες και σε λίγο θα τους έφευγαν. Και θα έμεναν οι δυο τους. Ο Χρήστος και η Όλγα. Κι έπρεπε πια να βρουν τρόπο να επικοινωνήσουν οι δυο τους, να βρουν άλλους συνδετικούς κρίκους, καθαρά δικούς τους, και όχι τα παιδιά τους.
Για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό, ο Χρήστος κοιμήθηκε στο κρεβάτι του. Δίπλα στη γυναίκα του που κάθε λίγο και λιγάκι ξυπνούσε, για να τον βοηθήσει να γυρίσει και να μην πιαστεί. Ήταν στο σπίτι του. Στο κάστρο του. Δίπλα στη γυναίκα του να μυρίζει το κορμί της και η μυρωδιά της να του λέει: "όλα είναι καλά".
Μόλις ξύπνησε, τον χτύπησε η μυρωδιά του καφέ, τον αισθανόταν κιόλας στο λαρύγγι. Όμως τα υγρά του σώματός του τον πίεζαν φορτικά και η σκέψη του υγρού καφέ έκανε πιο έντονη την πίεση. Τί θα γινόταν αν η Όλγα δεν τον έπαιρνε είδηση; Αλλά εκείνη είχε το ένα της μάτι στην κρεβατοκάμαρα. Τον πήγε στην τουαλέτα. Οι κόρες του ανέλαβαν το ξύρισμα. Όση ώρα γινόταν αυτό τον πείραζαν. Σπίτι.
Ύστερα, εκείνες έφυγαν και έμειναν οι δυο τους. Ο Χρήστος περίμενε την Όλγα να καθίσει δίπλα του, όπως στο νοσοκομείο. Αλλά η Όλγα είχε δουλειά. Τριγυρνούσε στο σπίτι. Συμμάζευε κι ετοίμαζε το μεσημεριανό φαγητό. Μύρισε το σπίτι καρότα, σέλινο και κρέας. Μμμμ.
Έσκυψε επάνω του:
-Πεινάς, αγάπη μου;
Φορούσε τη ρόμπα της. Κι έτσι που έσκυψε πάνω του φάνηκε η άκρη του στήθους. Το βλέμμα του καρφώθηκε στη γραμμή που σχηματιζόταν ανάμεσα στα στήθη. Η Όλγα παρακολούθησε τα μάτια του που κινούνταν επάνω στο κορμί της. Γέλασε. Έχωσε τα χέρια της μέσα στα μαλλιά του. Κι ύστερα σιγά σιγά τα άφησε να γλυστρίσουν στο σώμα του. Αργά, πολύ αργά. Να τον κάνει να φαντάζεται πρώτα την κίνησή της, το άγγιγμα των δαχτύλων της, να ετοιμάζει το κορμί του κι ύστερα να παίρνει αυτό για το οποίο είχε ετοιμαστεί. Η Όλγα τον κοιτούσε στα μάτια. Να μην χάσει καμιά κίνηση των ματιών του. Χαμογελούσε ευχαριστημένη και προκλητικά. Επιδοκιμαστικά. "Μπράβο αγόρι μου. Έτσι αγάπη μου". Και να του ψιθυρίζει συνέχεια γλυκόλογα που δεν τα συνήθιζε στο παρελθόν. Σιγά σιγά όλο και πιο τολμηρά.
Κατέβασε τα μάτια της χαμηλά, εκεί, στη μέση του κορμιού του. Και είδε το παντελόνι του να κάνει παλμικές κινήσεις. Ξανανέβασε τα μάτια της στα μάτια του Χρήστου που είχαν υγρανθεί. Πλησίασε στο αυτί του:
-Τα καταφέρνει το αγόρι μου; Είχες αγωνία ότι δεν θα λειτουργούσε; Δες το όμως. Λειτουργεί.
Κι έβαλε το χέρι της στο ερεθισμένο μέλος του άντρα της, πάνω από το παντελόνι. Μετά, άνοιξε το φερμουάρ έχωσε μέσα τα χέρια της, και τον κοίταξε στα μάτια αυτάρεσκα, όταν το χέρι της γέμισε από το μέλος του. Δεν ήταν πια κάτι που κρεμόταν μαλακό ανάμεσα στα σκέλια του, ένας σωλήνας από τον οποίο περνούσαν τα υγρά των νεφρών του, όταν αυτά υπερχείλιζαν. Ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που κουνιόταν πάνω κάτω. Ένα πλάσμα της θάλασσας που σερνόταν στο σκοτάδι βγάζοντας μπροστά το κεφάλι για να μπορέσει να προσανατολιστεί καλύτερα προς τη φωλιά του, εκεί που ήξερε ότι θα βρει τροφή και θα αισθανθεί ασφάλεια. Εκεί που θα κούρνιαζε για να διαλύσει τις εντάσεις του και να ξαναγίνει ένας ήσυχος μικρούλης.
Ο Χρήστος έκλεισε τα μάτια περιμένοντας τη φωλιά να έρθει και να τον καλύψει. Τα ξανάνοιξε όμως, γιατί την αισθανόταν ακόμη μακριά. Γιατί η Όλγα τα έκαμνε όλα τόσο αργά; Σερνόταν πάνω στο κορμί του. Το ψαχούλευε. Το έγλειφε. Γευόταν τη σάρκα του. Τόσο αργά. Όμως μάλλον έτσι του φαινόταν. Μάλλον η πείνα του τα έκαμνε όλα να κινούνται αργά. Κι ύστερα, ο ίδιος ήταν πάντα τόσο βιαστικός και γρήγορος. Όπως και με το φαγητό του. Το αναγνώριζε. Παραδεχόταν ότι, μέσα στη βιασύνη του, έχανε γεύσεις. Όλα τα παραδεχόταν. Παραδεχόταν ότι, όταν διψούσε, ήθελε να καταπιεί μονορούφι το ποτήρι το νερό και όχι αργά αργά, για να προλαβαίνει να δροσίζεται όλη η στοματική κοιλότητα. Κι ας πνιγόταν τις περισσότερες φορές. Έτσι και τώρα έλεγε ότι, αν ήταν γερός, αν μπορούσε να κινήσει τα χέρια του με άνεση και να σηκώσει βάρος, θα την έρριχνε κάτω, θα έμπαινε μέσα της και θα τελείωνε από τη θολούρα που του προκαλούσε το υγρό που είχε μαζευτεί στο όργανό του. Συμβιβάστηκε με την αδυναμία του. Έμεινε ακίνητος να απολαμβάνει τη γυναίκα.
Η Όλγα άφησε τη ρόμπα να γλιστρήσει από τους ώμους της. Το στήθος της. Να μπορούσε να το αγγίξει ... Ύστερα την είδε να κάθεται αργά αργά επάνω του. Ο θαλάσσιος ορανισμός γλιστρούσε στη φωλιά του. Και ο Χρήστος αισθάνθηκε την ηδονή να ανεβαίνει μέχρι το λαιμό του. Να ξεκινάει από την κοιλιά και να βγαίνει στον φάρυγγά . Έκλεισε τα μάτια κι έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω. Άκουγε τη φωνή της Όλγας να τον διεγείρει με τη δική της ηδονή. Άνοιξε τα μάτια του, να τη γευτεί με όλες του τις αισθήσεις. Με όσες μπορούσε δηλαδή και όσο μπορούσε. Και την είδε. Είδε το πρόσωπό της. Τόσο ηδονικό. Να απολαμβάνει την κάθε φορά που σηκωνόταν, για να καθήσει πάλι επάνω του. Και να σκύβει για να βλέπει το πέος του που είχε κοκκινήσει. Η ηδονή. Πού ήταν αυτή η γυναίκα τόσο καιρό;
Κι ύστερα, τελείως απότομα:
-Εντάξει. Τελείωσα.
Σηκώθηκε από επάνω του, την ώρα που ο Χρήστος αισθανόταν ότι του ερχόταν το τελευταίο κύμα της ζέστης. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι την έβλεπε να σηκώνεται, να φοράει τη ρόμπα και να σφίγγει τη ζώνη στη μέση της. Ότι την έβλεπε να πλησιάζει στον καθρέφτη και να σιάχνει τα μαλλιά της. Ότι την άκουγε να σιγομουρμουρίζει κάποιο σκοπό. Μα πώς ήταν δυνατό από την πλήρη ηδονή να περνάει στο τίποτε; Την κάρφωνε έκπληκτος με τα μάτια του. Δεν μπορεί. Κάτι δεν είχε καταλάβει σωστά. Η Όλγα τον παρακολουθούσε μέσα από τον καθρέφτη, κι εκείνος την έβλεπε που τον κοιτούσε. Ο καθρέφτης είχε μπει και πάλι ανάμεσά τους, όπως την ημέρα που είχε γυρίσει ο Χρήστος από το γραφείο του τελείως απροειδοποίητα και είχε χτυπήσει τη γυναίκα του στον ώμο. Η Όλγα έβαλε τα γέλια.
-Πώς είσαι έτσι αγάπη μου;
Και πώς του φάνηκε του Χρήστος αυτή τη φορά ότι στη λέξη αγάπη μου τόνιζε πολύ το γάμα. Αγγγγάπη μου. Ένα γάμα που κολλούσε στον ουρανίσκο κι ύστερα έβγαινε προς το έξω σαν να το έφτυνε. Αγγγγγάπη μου.
Ο Χρήστος ήθελε να κρύψει τη γύμνια του. Να σηκώσει το παντελόνι του, για να μην φαίνεται αυτό το κόκκινο πράγμα που έμεινε έτσι, ανικανοποίητο, πεινασμένο, αδηφάγο θηρίο που, αν μπορούσε να ξεφύγει από το κορμί του, θα πήγαινε και θα χωνόταν εκεί, ανάμεσα στα σκέλια της, να ρουφήξει και να τραφεί από την υγρασία της, να κολυμπήσει, να ακουμπήσει στα τοιχώματά της και να γδαρθεί σε αυτά, να πονέσει. Να κρυφτεί εκεί μέσα. Κι αντί γι' αυτό, να 'τος γυμνός και μόνος. Ο Χρήστος ήθελε να κρύψει τη γύμνια του μέλους του, την πείνα και την ντροπή που ένιωθε γι' αυτή του την όρεξη. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε χωρίς τη Όλγα, δεν μπορούσε να σηκώσει το παντελόνι του και να το κουμπώσει. Κι αυτή να στέκεται μπροστά του, να τον κοιτάζει μια στα μάτια και μια εκεί κάτω, και να γελάει. Και να τον λέει αγγγγγάπη της. Και να κολλάει το πρόσωπό της στο δικό του αναγκάζοντάς τον να τραβιέται προς τα πίσω. Αλλά πού να πάει; Πόσο πίσω να γείρει το κεφάλι; Κι ύστερα, την είδε να βηματίζει μπροστά του. Πάνω, κάτω. Πάνω, κάτω. Ξανά και ξανά. Ύστερα η Όλγα εξαφανίστηκε στην κουζίνα.
Ξαναεμφανίστηκε με ένα πιάτο γεμάτο σούπα. Τράβηξε ένα τραπεζάκι κοντά του κι έβαλε το πιάτο επάνω. Η σούπα άχνιζε. Η Όλγα σήκωσε το πιάτο, το πλησίασε στη μύτη της και ρούφηξε τη μυρωδιά του. Ύστερα το πέρασε δυο τρεις φορές μπροστά από τη μύτη του Χρήστου.
-Τί λες αγάπη μου, μυρίζει καλά;
Το τραπεζάκι που η Όλγα είχε τραβήξει μπροστά από τον Χρήστο, για να ακουμπάει το πιάτο,  έκρυβε τη γύμνια του σώματός του. Αυτό τον έκαμνε να αισθάνεται καλύτερα. Περισσότερη ασφάλεια. Γιατί ο Χρήστος, έτσι που τον είχε αφήσει γυμνό η γυναίκα του, ένιωσε ότι βρισκόταν στο κέφι της, ας πούμε για να σβήσει ένα τσιγάρο πάνω στο κορμί του. Αλλά η Όλγα το μόνο που έκανε ήταν να περνάει και να ξαναπερνάει τη σούπα από μπροστά του, μέχρι που κατάφερε να κάνει το στόμα του να γεμίσει με σάλια. Το στομάχι του διαμαρτυρήθηκε και ξεσηκώθηκε, όπως πριν από λίγο είχε ξεσηκωθεί όλο του το κορμί, όταν λαχταρούσε το δικό της. Η Όλγα κρατούσε σε διέγερση τις πείνες του.
Την έβλεπε να ανακατεύει τη σούπα και τα λαχανικά να γυρνούν γύρω γύρω. Τον άφηνε και τώρα, όπως και πριν, να μαντεύει την επόμενη κίνησή της και να την περιμένει. Κάπου - κάπου σήκωνε το χέρι της σαν να ήταν πια να του δώσει μια κουταλιά. Και τότε ο Χρήστος άνοιγε το στόμα του, αλλά η κουταλιά δεν ερχόταν. Την τελευταία στιγμή, η Όλγα τραβούσε το χέρι της, δοκίμαζε λίγο κι έλεγε:
-Όχι αγάπη μου. Καίει ακόμη.
Την κάρφωσε με τα μάτια του, για να την κάνει να αισθανθεί ποντίκι, να μαζευτεί και να χωθεί κάτω από το τραπέζι. Τα καρφιά του όμως πήγαν και έπεσαν επάνω στο ατσάλι των ματιών της. Μια πάλη για να αναμετρήσουν τη δύναμη της ματιάς τους, ποιος θα ρίξει τον άλλον κάτω. Αυτός στον καναπέ, αυτή στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, να τους χωρίζει το κουτάλι που κρατούσε η Όλγα ανάμεσά τους, τόσο κοντά στα στόματα και των δυο.
-Πεινάς αγγγάπη μου; Θα μπορούσα να σε αφήσω νηστικό. Να μην σου δίνω καθόλου φαγητό. Τί λές, αγγγγάπη μου; Πόσες μέρες νομίζεις ότι θα άντεχες; 
Στο μεταξύ η Όλγα είχε πλησιάσει το πιάτο κοντά στον Χρήστο κι άρχισε να χύνει από ψηλά το περιεχόμενο του κουταλιού. Το υγρό έπεφτε πιτσιλώντας τον. Ο Χρήστος λερώθηκε. Η Όλγα κοίταξε τους λεκέδες που σχηματίστηκαν στο πουκάμισό του και στο πρόσωπό της σχηματίστηκε η έκφραση της αηδίας, αυτή που ο Χρήστος περίμενε να δει στο νοσοκομείο, όταν η Όλγα έπαιρνε την πάπια γεμάτη ή τον καθάριζε, και που ποτέ δεν είδε.
-Βρωμιάρη.
Μόλις που άνοιξε το στόμα της για να πει τη λέξη. Γι' αυτό και τα δύο ρο της λέξης ακούστηκαν πιο έντονα. Έκαμνε οικονομία στον αέρα που ανέπνεε πλάι στον άνδρα της, για να περιορίσει όλες εκείνες τις οσμές που θα μπορούσαν να εισχωρήσουν στο στόμα της και να κολλήσουν στον ουρανίσκο.
Σηκώθηκε και πήρε το πιάτο.
-Τί κρίμα, αγγγάπη μου, που δεν δοκίμασες τη σούπα. Θα πρέπει να συμβουλευτούμε τον γιατρό γι' αυτή σου την ανορεξία. Α! Τί βλέπω στα μάτια σου; Απειλή; "Να δεις τί θα γίνει μετά". Μετά. Πότε μετά; Όταν γίνεις καλά; Γίνε εσύ καλά και θα δούμε τι θα πεις. Στ' αλήθεια, είμαι περίεργη να το δω.
Τον παράτησε, για να συνεχίσει τις δουλειές της. Έσκυβε, έπαιρνε κάτι, το τοποθετούσε αλλού. Συμμαζέματα και επανατοποθετήσεις που δεν γίνονταν γιατί έπρεπε να γίνουν, αλλά για να προκαλέσουν τον Χρήστο. Γιατί η ζώνη της ρόμπας της δεν ήταν σφιχτά δεμένη. Και σιγά σιγά άνοιγε. Και να φαίνεται το στήθος, η κοιλιά, η γύμνια του κορμιού. Αλλά μόνο για λίγο. Όσο για να τον ανάβει. Να τον κρατά σε διέγερση. Κι ύστερα, συμμάζευε τη γύμνια της, μέχρι τη στιγμή που καταλάβαινε το κορμί του Χρήστου να ηρεμεί. Και τότε ξανάφηνε τη ζώνη της να χαλαρώσει. Κι όλο αυτό ξανά και ξανά, μέχρι τη στιγμή που χτύπησε το τηλέφωνο και η Όλγα τον ελευθέρωσε. 
Πόση ώρα θα μιλά ακόμη στο τηλέφωνο; Ο Χρήστος έπιανε σκόρπιες κουβέντες: "Είμαι πολύ ανήσυχη ... Δεν θέλω να του το δείξω ... Μην μιλάς έτσι ... Τον αγαπάω ...".  Αν μπορούσε να την πιάσει στα χέρια του και να την τσαλακώσει σαν ένα κομμάτι χαρτί ... Αν μπορούσε να τραβήξει τις κουρτίνες, να ανοίξει τα παράθυρα και να φωνάξει, να ξεσκεπάσει την υποκρίτρια. Αλλά ο Χρήστος δεν μπορούσε να ξεκινήσει καμιά κίνηση, χωρίς πρώτα να τον σπρώξει η Όλγα. Όπως τώρα που ήθελε να πάει στην τουαλέτα.
Η Όλγα τον κατάλαβε από την ανησυχία που έδειχνε, από το βλέμμα που της έρριξε και που τόσο καλά καταλάβαινε στο νοσοκομείο. Και από την προσπάθεια που έκανε να σηκωθεί μόνος του. Αγωνιζόταν να γυρίσει στο πλάι, να πιαστεί από το μπράτσο του καναπέ, αλλά η δυσκαμψία των χεριών δεν του επέτρεψε τίποτε. Και να βλέπει την Όλγα να τον παρακολουθεί με τόση ειρωνεία, την ώρα ακριβώς που έλεγε στο τηλέφωνο πόσο τον αγαπάει. Όταν έκλεισε το τηλέφωνο, πήγε και στήθηκε μπροστά του με μισάνοιχτη τη ρόμπα, με τα χέρια στη μέση και τα πόδια σε μικρή διάσταση.
-Τί θέλει το αγόρι μου;
Πάλι αυτό το γάμα. "Αγγγγγόρι μου".
-Δεν μπορώ τώρα, χρυσέ μου. Κρατήσου.
Μια κουβέντα ήταν αυτή. Κρατήσου. Πόσο να κρατηθεί; Και κάποια στιγμή δεν άντεξε. Αισθάνθηκε την κοιλιά του να ζεσταίνεται από το υγρό που έβγαινε από το μαλακωμένο μέλος, που εξακολουθούσε να μένει γυμνό.
-Πουφ. Βρωμοκοπάς.
Η μυρωδιά τον τρέλαινε. Η σούπα και το κίτρινο υγρό που είχαν πέσει επάνω του και στέγνωναν εκεί τον ζάλιζαν. Η Όλγα μπορούσε να απομακρύνεται και να γλιτώνει από τις μυρωδιές του. Αλλά αυτός τις είχε επάνω του. Κι ο Χρήστος δεν άντεχε άλλες μυρωδιές εκτός από αυτές που έβγαιναν από την καφετιέρα του γραφείου του. Και από το κορμί της Όλγας.
Πόση ώρα τον άφησε έτσι; Πόση  ώρα τριγυρνούσε μισόγυμνη; Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, είδε τη γυναίκα του να πετάγεται. Του μάζεψε το παντελόνι και του έκλεισε το φερμουάρ. Κούμπωσε και τη ρόμπα της μέχρι επάνω. Μάζεψε και το ύφος της. Ο Χρήστος άκουσε το κλειδί να γυρνά. Ναι, σωστά. Μεσημέρι ήτανε. Όλο και κάποια από τις δυο τους κόρες θα γύριζε.
-Τί μυρίζει εδώ μέσα;
Αυτή ήταν η πρώτη κουβέντα που είπε η νεαρή, και τράβηξε το πρόσωπό της προς τα πίσω για να αποφύγει τη μυρωδιά που της ερχόταν στα ρουθούνια.
-Έλα βρε κοπέλα μου. Δεν ξέρεις πώς σε περίμενα. Μιλούσα στο τηλέφωνο και ο πατέρας σου δεν κατάφερε να κρατηθεί. Βοήθησέ με σε παρακαλώ. Σήμερα δεν ξέρω τί έχω πάθει. Δεν μπορώ να τον σηκώσω. Πονάει η μέση μου. Ίσως να κουράστηκα κι εγώ τόσους μήνες και να μην το κατάλαβα.
Η κόρη της την αγκάλιασε.
-Παληκάρι στάθηκες, κυρά Όλγα μας.
Έτσι την έλεγε, όταν ήταν συγκινημένη και δεν ήθελε και πολύ πολύ να το δείξει.
Η Όλγα ξεκόλλησε από την αγκαλιά της κι έσκυψε πάνω από τον Χρήστο να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Η Ιφιγένεια πλησίασε κι αυτή αλλά δεν μπόρεσε να κρύψει ένα μορφασμό αηδίας.
-Πώς αντέχεις αυτές τις μυρωδιές, βρε μάνα; της ψιθύρισε.
Η αντίδραση της Όλγας υπήρξε βίαιη. Την τράβηξε από το χέρι σε μια γωνιά και της είπε σιγά, τάχα για να μην ακούσει ο Χρήστος, αλλά αρκετά δυνατά, ώστε να μην χάσει ούτε λέξη:
-Μην σε ξανακούσω να μιλάς έτσι για τον πατέρα σου. Ακούς; Σου το απαγορεύω.
*****
Ο Χρήστος μπερδεύτηκε, ζαλίστηκε. Αισθάνθηκε το κεφάλι του να γεμίζει από ένα σωρό κουβάρια μπερδεμένα. Κι αυτός να προσπαθεί να περάσει ανάμεσα από όλες εκείνες τις κλωστές που μπλέκονταν μεταξύ τους. Φοβήθηκε για το μυαλό του. Φοβήθηκε ότι χυνόταν από το κεφάλι του. Κι έπρεπε να προλάβει να κλείσει με τα χέρια τις τρύπες που είχαν ανοίξει κάπου εκεί στα μηνίγγια, για να το κρατήσει στη θέση του. Απέφευγε να κοιτάξει στον καθρέφτη μήπως και υπήρχαν αυτές οι τρύπες στην πραγματικότητα. Κι όσο έβλεπε την Όλγα να στέκεται δίπλα του, τρυφερή και γλυκιά, όπως στις μέρες του νοσοκομείου, τόσο και βεβαιωνόταν ότι, δεν μπορεί, όλα εκείνα που συνέβησαν προηγουμένως, δεν έγιναν στην πραγματικότητα. Παραισθήσεις θα ήταν. Το εγκεφαλικό μάλλον είχε επηρεάσει το μυαλό του. Μπορεί και να τρελαινόταν. Ναι, αυτό ήταν. Το μυαλό του έπλαθε εικόνες και του τις επέβαλε. Τρελαινόταν. Και στο κάτω κάτω, όλη την υπόλοιπη μέρα η Όλγα στάθηκε δίπλα του. Του έκαμνε τις ασκήσεις που είχε πει ο φυσιοθεραπευτής και το βράδυ τον έβγαλε βόλτα με το αναπηρικό καροτσάκι. Και κάθε λίγο και λιγάκι τον σήκωνε, για να περπατά. Κι όταν τον έβλεπε να κουράζεται, τον ξανάβαζε στο καρότσι. Τον αγκάλιαζε και ψιθύριζε: "Γλυκέ μου". Όλγα μου. Κράτα με. 
Η επόμενη μέρα πέρασε ήσυχα. Και όσο περνούσαν οι ώρες ησύχαζε και ο Χρήστος. Μπα. Μια κακή στιγμή θα ήταν. Ένα πρόσκαιρο παιγνίδι του μυαλού του. Όμως δεν ήταν. Γιατί το παιγνίδι, της Όλγας ή του μυαλό του, επαναλήφθηκε. Κι όχι μόνο μια φορά. Δεν γινόταν κάθε μέρα. Ούτε μέρα παρά μέρα. Ούτε μια φορά την ημέρα. Πότε έτσι και πότε αλλιώς. Φαινομενικά χωρίς πρόγραμμα. Χωρίς καμιά προηγούμενη ένδειξη. Γι' αυτό και ο Χρήστος ποτέ δεν μπορούσε να είναι έτοιμος για εκείνη τη στιγμή.
 Προσπάθησε να σκεφτεί λογικά. Να μετρήσει τα δεδομένα που είχε στα χέρια του. Κυρίως να ξεκαθαρίσει στο μυαλό του αν πράγματι η Όλγα, η δική του Όλγα, αυτή που ήξερε τόσα χρόνια, η Όλγα των ημερών του νοσοκομείου, αν μπορούσε να του στήσει μια τέτοια παγίδα. Τρόμαζε στη σκέψη ότι πιο λογικό ήταν να παραδεχτεί πως το δικό του μυαλό είχε σαλέψει από την αρρώστια. Γιατί, όσο κι αν σκάλιζε το μυαλό του, δεν έβρισκε την αιτία, το κίνητρο για μια τέτοια συμπεριφορά. Κι ωστόσο, είχε την αίσθηση ότι η Όλγα τον εκδικούνταν. Ότι ενεργούσε με βάση κάποιο σχέδιο που είχε ετοιμάσει εδώ και χρόνια. Και το εγκαφαλικό τής έδωσε την ευκαιρία να το υλοποιήσει.
Έπιανε το κεφάλι του, για να σταματήσει αυτήν την τρελή σκέψη, τόσο τρελή που του επιβεβαίωνε ότι η τρέλα ήταν καθαρά δική του. Τον έπιασε μια μανία να γίνει καλά. Να κινηθεί μόνος του, να μιλήσει. Όμως να γίνει καλά και να κάνει τί; Όταν έβραζε από θυμό, σκεφτόταν πως θα την έδενε, θα τη χτυπούσε κάτω σαν χταπόδι, θα την έλυωνε τη γυναίκα του, δεν ήξερε τί ακριβώς θα έκαμνε, αλλά οπωσδήποτε θα την ανάγκαζε να του μιλήσει, να του πει τι διάβολο είχε βαλθεί να κάνει. Κι ύστερα, αχ ύστερα ... Γέμιζαν τα πνευμόνια του από την ευχαρίστηση που αισθανόταν γι' αυτό το ύστερα. Ύστερα θα αναλάμβανε ο ίδιος το διαζύγιό του. Τί διάβολο; Τα διαζύγια τόσων φίλων είχε αναλάβει και δεν θα κρατούσε για τον εαυτό του την ευχαρίστηση να βγάλει το δικό του;
Να πάρει διαζύγιο. Μάλιστα. Δεν θα βρισκόταν ούτε ένας να μην τον φτύσει. Γιατί η Όλγα με τη συμπεριφορά της τους είχε κερδίσει όλους. Αυτός ήταν που θα έβγαινε χαμένος. Όχι μόνο μπροστά στους άλλους, όλους αυτούς τους φίλους, τους γνωστούς και τους συγγενείς, που τους έβλεπε κιόλας να πέφτουν από πάνω του και να τον κατακεραυνώνουν, αλλά κυρίως στα παιδιά του. "Δεν ντρέπεσαι;". Ναι, αυτό θα του έλεγαν. Ή ίσως δεν θα καταδέχονταν να του πουν ούτε καν αυτό. Και τί θα τους έλεγε αυτός; Ότι η Όλγα του έκανε αυτό εκείνο και το άλλο; Και ποιος θα τον πίστευε; Όλοι θα έλεγαν ότι το εγκεφαλικό τού πείραξε το μυαλό. Θα μπορούσε βέβαια να μην κάνει καμιά κίνηση και να αφήσει τα πράγματα όπως ήταν πριν από την αρρώστια του. Αλλά τότε ίσως η Όλγα θα ζητούσε το διαζύγιο. Και δεν θα βρισκόταν κανείς να την κατηγορήσει. Γιατί θα το ζητούσε, αφού πρώτα ο άνδρας της θα είχε γίνει καλά. Ή μάλλον θα τον είχε κάνει καλά. 
Ξαφνικά, ο Χρήστος φοβήθηκε να αναρρώσει. Ξαφνικά, ο ύπνος του και η σκέψη του γέμισαν από ένα τερατόμορφο πλάσμα με δυο κεφάλια: μια μαντόνα και μια μέδουσα. Και δεν υπήρχε κανείς να του επιβεβαιώσει ότι το πλάσμα αυτό υπήρχε. Δεν υπήρχε κανείς να του πει ότι η λάμια που τον έτρωγε ήταν πρόσωπο υπαρκτό ή πλάσμα της φαντασίας του. Να του πει αν τρελαίνεται ή όχι. Μόνο καμιά φορά σκεφτόταν ότι, δεν μπορεί, όλο και κάποιος μάρτυρας θα υπήρχε για να του πει. Τόσοι δορυφόροι υπήρχαν πια στο διάστημα. Είχε ακούσει ότι σε λίγο τίποτε δεν θα μπορούσε να γίνει κρυφά. Ότι τα διάφορα συστήματα θα τρυπούσαν τους τοίχους των σπιτιών και θα παρακολουθούσαν τους ανθρώπους. Τον παρηγορούσε η σκέψη ότι η ιστορία του καταγραφόταν σε κάποιο κομπιούτερ. Ότι υπήρχε σε κάποια οθόνη. Και μια οθόνη δεν υπάρχει παρά για να την βλέπει κάποιος. Δεν ήταν λοιπόν διόλου απίθανο κάποια μέρα να χτυπήσει το κουδούνι και κάποιος να του πει: "Ξέρεις, η γυναίκα σου πράγματι σε βασανίζει". Ή: "Ξέρεις, είσαι τρελός". Δεν είχε παρά να περιμένει και θα έπαιρνε τις απαντήσεις του."

Δήμητρα Κ. Μήττα



Σχόλια

  1. Καλογραμμένο διήγημα...το άγριο στις ανθρώπινες σχέσεις. ιδίως όταν πρόκειται για τεταμένες συζυγικές σχέσεις αγγίζει τις πιο βαθιές χορδές μας!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ιοκάστη

Ένα σχόλιο από αφορμή το βιβλίο της Πέπης Ρηγοπούλου "Ο Νάρκισσος. Στα ίχνη της εικόνας και του μύθου".

«Τσίρκα και Σολωμού»