Δήμητρα Μήττα, "Ένα όνειρο"
στον Ν.Κ., οφειλή παλιά
Βρέθηκα σ’ ένα σχεδόν σεληνιακό τοπίο. Ήταν μέρα.
Καφετιά βουνά απλώνονταν κάτω. Το τοπίο έμοιαζε σαν να είχε καεί πριν από χρόνια
από τη ζέστη ενός ηφαιστείου, αφήνοντας εμφανή τα όρια ανάμεσα στις διάφορες
καλλιέργειες. Ή σαν να είχαν δεχθεί πυρηνική επίθεση που δεν άφησε ίχνος ζωής.
Στην κορφή ενός λόφου στεκόταν ένα εκκλησάκι που ταυτόχρονα έμοιαζε με
καταφύγιο στρατιωτικό ή πολυβολείο. Προεξείχε η στρογγυλή του στέγη. Μπροστά
στεκόταν ένας καλόγερος. Ηλικιωμένος, τυφλός, με μαύρα παπαδίστικα ρούχα, άσπρα
μαλλιά που ανέμιζαν, ένα ραβδί για να στηρίζεται. Θύμιζε Τειρεσία. Ο κόσμος
είχε φύγει για να σωθεί. Το τοπίο έρημο. Οι μόνες ζωντανές παρουσίες ήταν
εκείνη, ο τυφλός ψηλόλιγνος γέρος κι ένα τανκ γεμάτο στρατιώτες που ανέβαινε
τον φιδίσιο δρόμο αργά, απειλητικά. Ο γέροντας μου έκανε νόημα να πάω κοντά
του. Βρέθηκα σε απορία τι να κάνω. Να φύγω όπως οι άλλοι για να σωθώ ή να τον
εμπιστευτώ και να μείνω. Η επιλογή θα μου εξασφάλιζε τη ζωή. Η λογική μου έλεγε
να ακολουθήσω τους άλλους. Από ένα περίεργο φιλότιμο έμεινα. Ο καλόγερος
κινήθηκε προς την πόρτα της εκκλησιάς-πολυβολείου. Έτεινε το χέρι του. Τον
ακολούθησα. Ντρεπόμουν να μην τον εμπιστευτώ, περισσότερο από μια αίσθηση να
κάνω όχι αυτό που μου υπαγόρευε η λογική μου αλλά η καρδιά μου. Μπήκα μέσα. Στο
ίδιο ύψος με το έδαφος υπήρχε μια χαραγματιά, ένα άνοιγμα που μου επέτρεπε να
βλέπω έξω. Το στενόμακρο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο γέμισε από την εικόνα του
τανκ που πλησίαζε.
Και το μουσικό άκουσμα.
Μαζί και ένας πίνακας του Μαρκ Σαγκάλ.
Πώς έδεσαν αυτά τα τρία μαζί;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου