Κορμοράνοι
Τη βρήκε σε
μια γωνιά καθισμένη, να κλαίει με κρυμμένο το πρόσωπο στα γόνατα που είχε
αγκαλιάσει με τα χέρια.
«Γιατί κλαις
μικρούλα μου;»
Από τους
λυγμούς μόλις που μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε.
«Έχασα τη
φτερούγα μου. Ψάχνω τη φτερούγα μου.»
Ποιο κάτω
βρήκε μια γυναίκα που έκλαιγε κι αυτή γοερά.
«Δεν έχω
φτερούγα», του είπε.
Παρακάτω,
βρήκε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο να στέκεται αμήχανος.
«Είχα
φτερούγες και δεν τις έδωσα. Μου έμειναν τώρα και δεν ξέρω τι να τις κάνω. Με
βαραίνουν στα πλευρά.»
Του υπέδειξε
ότι εκεί πιο κάτω υπήρχαν δυο που έψαχναν για φτερούγες.
«Είναι αργά
πια. Δεν ξέρω πώς να της απλώνω για να χώνονται από κάτω. Είναι πια πολύ αργά.»
Πήγε να φύγει,
αλλά τον βάραιναν οι φτερούγες που πήγαιναν να ανοίξουν αλλά δεν το κατάφερναν.
Και όταν πήγε λίγο να ανοίξει η μια, για να μπορέσει να τον κάνει να
ισορροπήσει στο βάδισμά του, τον παρέσυρε με το βάρος της στον βυθό της λίμνης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου