Ονειρεύτηκα κάποτε ένα νησί. Αμοργός 2018


 

Σε όσους έκαναν δυνατό αυτό το ταξίδι και σε όσους συνάντησα εκεί

Οδός Αμοργού

Το νησί της Αμοργού το ονειρεύτηκα πρώτη φορά, όταν διάβασα το βιβλίο της Κρίστης Στασινοπούλου Επτά φορές στην Αμοργό. Χρόνια μετά δεν ήθελα πια να το ονειρεύομαι. Ήθελα να το δω. Να το περπατήσω. Γυρνώντας από το ταξίδι των δεκατριών ημερών ένα πειραχτήρι μου είπε: «Πέρασες από όλα τα μέρη που έγραφε το βιβλίο;». Όχι, δεν είχα το βιβλίο μαζί μου, δεν ακολούθησα βήμα το βήμα τα μέρη που πάτησε η συγγραφέας, έκανα τις δικές μου πορείες, τις χάραξα. Ελπίζω, τώρα που έφυγα, οι πέτρες να ψάχνουν και το δικό μου πάτημα. Ο ανιμισμός με κάνει να αναρωτιέμαι αν τους λείπει η περπατησιά μου. Ανοησία του ανθρώπου που ελπίζει στην αιωνιότητα της παρουσίας του. Ακόμη και σε ό,τι άψυχο ακούμπησε. Ίσως περισσότερο σε αυτό.
Περπάτησα, λοιπόν, στο νησί. Από την Αιγιάλη στα Θολάρια, από εκεί στη Λαγκάδα –ή μήπως δεν ήταν την ίδια μέρα; Το αλεστήρι της μνήμης συγκολλάει και δεν ξεχωρίζει. Θα κοιτάξω τα ημερολόγιό μου. Έχει όμως καμιά σημασία; Ξαναγυρνάω στις διαδρομές μου. 
Από παντού απέραντο το γαλάζιο. Όπως και σε άλλα νησιά. Αναρωτήθηκα γιατί η φράση αυτή έρχεται αυθόρμητα στο μυαλό και μόνο που ονομάζει κανείς το νησί της Αμοργού. Είναι η ομώνυμη ταινία; Ούτε καν γυρίστηκε ολόκληρη στο νησί. Ωστόσο, ο μύθος μένει. Και  πάντως, πολλές φορές παραδέχτηκα ότι η μόνη φράση για να περιγράψει αυτό που έβλεπα ήταν: «Απέραντο γαλάζιο». Ίσως γιατί, περπατώντας ψηλά στο βουνό και βλέποντας κάτω χαμηλά ή μακριά, η θάλασσα απλωνόταν σε όλες τις αποχρώσεις ανάλογα με το βάθος της. Τυρκουάζ, ανοιχτό γαλάζιο, βαθύ γαλάζιο, όλα μαζί, η μια απόχρωση δίπλα στην άλλη. Και το μπλε; Όχι, δεν μοιάζει με το βαθύ μπλε της Σαμοθράκης, εκεί όπου μπαίνοντας στη θάλασσα νιώθεις ότι βουτάς κατευθείαν στο πέλαγος.
Το νησί μοιάζει πετροβολημένο. Αρκετές φορές δυσκολεύτηκα στο περπάτημα, ειδικά στη διαδρομή προς το μοναστήρι του Ιωάννη Προδρόμου και από εκεί στον Σταυρό.
Ιωάννης Πρόδρομος
Ιωάννης Πρόδρομος



Πορεία προς τον Σταυρό

Πορεία προς τον Σταυρό

Προς τον Σταυρό

Πορεία προς τον Σταυρό

Προς τον Σταυρό

-      Πολλές πέτρες, δύσκολα περπατώ. Σαν χείμαρροι από πέτρες μου φαίνονται τα μονοπάτια. Πετροχείμαρροι. Εσύ πώς περπατάς έτσι εύκολα;
-      Συνήθισα. Εγώ δυσκολεύομαι να περπατώ στον ίσιο δρόμο, μπερδεύονται τα πόδια μου.
-      Να κάτσουμε λίγο; Κουράστηκα.

Κι όμως στο πετροβολημένο νησί οι άνθρωποι από παλιά πήραν τις πέτρες για κλωστές και κέντησαν το νησί.

Έβγαζαν τις πέτρες από την κακοτράχαλη γη, τις στοίβαζαν τη μια πάνω στην άλλη, χωρίς άλλα συνδετικά υλικά, ξερολιθιές οριζόντιες και κάθετες, αντηρίδες που έκαναν την πλαγιά του βουνού να μοιάζει με σκάλα. Κάθε σκαλοπάτι κι ένα χωραφάκι. Έτσι, το νερό της βροχής έπαψε να κατρακυλάει στις πέτρες και να φτάνει στη θάλασσα. Συγκρατιόταν στο χώμα, το πότιζε, έκανε εύφορη την πέτρινη γη, την πρασίνισε. Και με τις πέτρες που περίσσευαν, πολλές και αυτές, έφτιαχναν οι άνθρωποι τα σπίτια τους, και σπίτια για τα πρόβατά τους και για τα βόδια τους, στάνες και βουδόσπιτα… Πόσο ξαφνιάστηκα εγώ η αδαής αστή με τη λέξη – βουδόσπιτο… Έβλεπα στα πέτρινα χαλάσματα, στη μέση ενός σκοτεινού μικρού χώρου, έναν κίονα –τι αταίριαστη λέξη γι’ αυτό που έβλεπα…, δεν ξέρω άλλη, ίσως πέτρινη κολόνα– φτιαγμένο από πέτρες και από πάνω τους μια κατασκευή ξύλινη ακτινωτή.
Βουδόσπιτο

Μας εξήγησε ο Παρασκευάς, ο νεαρός φύλακας του πύργου της Αγίας Τριάδας: «Σπίτι για δύο βόδια. Έμπαινε το ένα στα τυφλά, καθοδηγούνταν από τους τοίχους και από τον κεντρικό «κίονα», έπαιρνε τη θέση του στο ένα χώρισμα, ύστερα έμπαινε το άλλο. Το βλέπετε και εδώ που οι πέτρες προεξέχουν; Για να ξύνουν την πλάτη τους.» Τα έργα των ανθρώπων.
Άνυδρο το τοπίο αντέχει μια βλάστηση που θυμίζει άλλους τόπους.



Στα καθήκοντα του επισκέπτη το μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας, μια φλούδα κτισμένη κάθετα στον βράχο ψηλά. Πολλά τα σκαλιά μέχρι την πόρτα του μοναστηριού, πολλές και οι γατούλες που περίμεναν μαζί μας να ανοίξει η πόρτα, εμείς για να μπούμε κι εκείνες για να ταϊστούν. Μεγαλύτερη η ευχαρίστηση όταν φτάσαμε στο μοναστήρι ανάποδα, κάνοντας πεζοπορία γύρω από το βουνό, αφού πρώτα περάσαμε από το σχεδόν έρημο χωριό Ασφοντυλίτη με την ωραία εκκλησιά του Άη Γιώργη, καταβυθισμένη όμως από έναν όχι καλά μελετημένο περίβολο.
Άγιος Γεώργιος, Ασφοντυλίτης

Άγιος Γεώργιος, Ασφοντυλίτης

Αυτό το χωριό με τα χαλάσματά του το βλέπει κανείς και καταλαβαίνει ότι έτσι θα πρέπει να κτίζονταν οι αγροτικοί οικισμοί από παλιά, πολύ παλιά, πριν και από τον Όμηρο, σοφά κτισμένα σπίτια για να προφυλάσσονται από τον ήλιο, τους αέρηδες, τους σεισμούς.

Ασφοντυλίτης

Ασφοντυλίτης


Ασφοντυλίτης

Ασφοντυλίτης
Ο Ασφοντυλίτης υπήρξε χωριό τυροκόμων και ακόμη διακρίνονται κατασκευές που φανερώνουν την αυτάρκεια της οικονομίας του, από την εκτροφή του ζώου μέχρι τα καλάμια πάνω στα οποία στέγνωναν το τυρί. Και πάνω στις πέτρες των σπιτιών ο επισκέπτης, που δεν βιάζεται να φύγει, θα ανακαλύψει σπίτι το σπίτι βραχογραφίες –μήπως καλύτερα πετρογραφίες; Ο Μιχάλης Ρούσσος, ένας ανάπηρος του χωριού, γέμισε τον τόπο με χαράγματα πάνω στις πέτρες, ήδη πριν από το γύρισμα του 20ού αιώνα και μέχρι λίγο μετά τον δεύτερο πόλεμο. Ονόματα και ημερομηνίες, βιολιτζήδες σε πανηγύρια, λέξεις που φανερώνουν την οικονομία του τόπου –γάλα, μέλι,
κρασί. Τα λίγα στοιχεία που είναι γνωστά για τον Ρούσσο προκαλούν τη λογοτεχνική γραφίδα να συμπληρώσει τα κομμάτια ενός παζλ που λείπουν –τα περισσότερα λείπουν. Και πάντως, η συγγένεια των σχεδίων του με τις αρχαίες κυκλαδικές δημιουργίες και την πληροφορία ότι στο χωριό μαρτυρούνται από αρχαιολογικά ευρήματα πρωτοκυκλαδική παρουσία πάλι προκαλεί τη σκέψη, κυρίως βέβαια τη φαντασία και τη φαντασίωση.
Τα ιχνογραφήματα του Μ. Ρούσσου

Και την εικαστική και διασκοσμητική επανάληψη με αντιγραφές από τα ιχνογραφήματα του Ρούσσου.
Αντίγραφα

Από εκεί πορεία προς τη Χοζοβιώτισσα. Το μονοπάτι καλοσημαδεμένο, συχνά μικρά γλυπτά με πέτρες τη μία πάνω στην άλλη, σημάδια ότι πηγαίναμε σωστά.




Πετροχείμαρροι, συμπαγής θάλασσα από πέτρες και στάσεις για να δούμε κάτω την υδάτινη αεικίνητη θάλασσα –κι όμως από μακριά φαινόταν ακίνητη.





Πλησιάζαμε στη Χοζοβιώτισσα, τουλάχιστον αυτό μαρτυρούσαν οι ξύλινες πινακίδες.
Ο πέτρινος όγκος υψωνόταν. Και, σε μια στροφή, μια λεπτή άσπρη κλωστή στον βράχο. Το μοναστήρι.






Ξαφνιάστηκαν όσοι (πιστοί; περίεργοι; φιλομαθείς;) περίμεναν για να ανοίξει η πόρτα του μοναστηριού και να μπούνε μέσα.
Δυο άνθρωποι εμφανίστηκαν από τη μέση του πουθενά. Οι γατούλες στη θέση τους μπροστά στην πόρτα του μοναστηριού για το καθιερωμένο φαγητό. Αυτές δεν έδωσαν καμιά σημασία. Ούτε στα χάδια. Ήταν ώρα φαγητού.



Εκεί κρεμασμένα και τα ρούχα που επιβάλλεται στους επισκέπτες να φορέσουν –φαρδύ λευκό παντελόνι φορούσα, μακριά και φαρδιά πουκαμίσα, προς τι η σεμνοτυφία μιας φούστας από πάνω;
Κατηφορίσαμε, περπατώντας ανάποδα σε όσους ανηφόριζαν από τη συνηθισμένη οδό.


Αρχαίες θέσεις υπάρχουν σε διάφορα σημεία στο νησί με ονόματα που παραπέμπουν σε εποχές και σχέσεις, π.χ. η Μινώα με τη μινωική Κρήτη, και άλλα που προκαλούν απορία –Αρκεσίνη. Κι αν μ’ ένοιαζαν αυτές οι αρχαίες θέσεις ήταν ακριβώς… για τη θέση τους. Γιατί ήξερα πως όταν θα έφτανα θα αντίκριζα κάτι ξεχωριστό, ιδιαίτερο –σοφά επιλέγονταν οι τόποι που οικίζονταν, να έχουν εποπτεία στον χώρο ένα γύρο.
Ανηφορίσαμε από τα Κατάπολα για τη Μινώα.
Από Κατάπολα προς Μινώα

Προς Μινώα

Μινώα















Φεύγοντας από Μινώα


Ύστερα τραβήξαμε για το μοναστήρι του Άη Γιώργη Βαρσαμίτη. Εκεί χαθήκαμε, μέσα στα βουνά, τα σημάδια του μονοπατιού δεν ήταν καθαρά. Βρεθήκαμε στη μέση του πουθενά.
Ψάχνοντας τον Βαρσαμίτη

Στη μέση του πουθενά...
Κάποια στιγμή άρχισαν οι κολόνες της ΔΕΗ να γίνονται ψηλότερες, να μην φαίνεται μόνο η κορυφή τους, κάπου φτάναμε, πού; Στην άσφαλτο. Ένας οδηγός είδε τα ασαφή σήματά μας, ούτε ώτο στοπ δεν μπορούσαμε να κάνουμε, σταμάτησε και μας μάζεψε. Καταλήξαμε στα Μουράκια, μικρές παραλίες από την άλλη πλευρά του πολυσύχναστου Μούρου.
Μουράκια

Αυτοπροσωπογραφία σε βράχο στα Μουράκια

Μουράκια


Επιτέλους αναχώρηση. Ο ήλιος, και ο απογευματινός, καυτός

Μουράκια


Το βραδάκι στη Χώρα,
Βραδάκι στη Χώρα
περιμένοντας το λεωφορείο για Αιγιάλη, σταθήκαμε σε ένα τοιχάκι. Μουσική στο στενό, ένας νέος με την κιθάρα του, μαζευτήκαμε γύρω του.

Την άλλη μέρα καταφέραμε να φτάσουμε στον προορισμό της προηγούμενης μέρας, δηλαδή στο μοναστήρι του Άη Γιώργη Βαρσαμίτη, νερομαντείο στην αρχαιότητα, βίαια κλεισμένο πριν από κάποια δεκαετία η τρύπα απ’ όπου έβγαινε το νερό, για να πάψουν οι χριστιανοί να προσπαθούν να μάθουν το μέλλον τους από κάποιους παλιούς που ακόμη αναγνώριζαν τα σημάδια του νερού, έχασε τη διέξοδό του, βρήκε άλλη, πάλι μέσα στον ναό.  
Ο Βαπτιστής στον Βαρσαμίτη, στη θέση του αρχαίου νερομαντείου
Επόμενη στάση, ο πύργος της Αγίας Τριάδας. Σήμερα ο πύργος διαφεντεύει ένα γύρο από πέτρες. Κάποτε οι πέτρες αυτές ήταν στοιβαγμένες και φτιάχνανε αλώνια,


σπίτια για τους ανθρώπους και για τα ζώα τους, πηγάδια, τοίχους που συγκρατούσαν χώματα και φτιάχναν χωράφια. Με τα μάτια του νεαρού φύλακα είδαμε έναν πλούσιο αγροτικό τόπο και τον πύργο που έλεγχε την περιοχή από εχθρούς που διαβουλεύονταν τον πλούτο, που συγκέντρωνε τα προϊόντα και φρόντιζε για την εμπορία τους. Ειδυλλιακά τοπία και βουκολικοί ρυθμοί εξωραϊσμένα σε ηθογραφίες; Όχι.  
Είσοδος στον Πύργο


Πύργος

Μόνο επαφή με εποχές που οι άνθρωποι έσκυβαν στη γη και έπιαναν στα χέρια τους σβόλους της, που κοιτούσαν τον ουρανό και προσπαθούσαν να αναγνωρίσουν σημάδια καιρού, που γνώριζαν τους ήχους των ζώων τους και τα ξεχώριζαν από τα άλλα, τα ξένα, κακοτράχαλοι τόποι, κακοτράχαλοι άνθρωποι, χωρίς ίσως ευγένειες, χωρίς τακτ. Μόνο που δεν μπορώ να μην φαντάζομαι τη στιγμή που έκοβαν το ψωμί με τα χέρια τους, σε κάθε μπουκιά αναγνωρίζονταν πολλαπλοί κόποι πολλών ανθρώπων. Πώς να πετάξεις ψίχουλο; Αλήθεια, τι γεύση έχει μια τέτοια μπουκιά; Με τα ίδια μάτια, του νεαρού Αμοργινού που γύρισε μετά τις σπουδές του στο νησί, είδαμε και τον τρόπο που κατασκευάστηκε ο πύργος. Μεγάλες λαξευμένες πέτρες τέλεια συναρμοσμένες και ανάμεσά τους άλλες μικρότερες σε σχήμα τραπέζιου «για να έχει ελαστικότητα ο τοίχος στους σεισμούς, να παρακολουθεί την κίνηση, σαν να γίνεται ευέλικτος, εύκαμπτος».
Κι ύστερα μας έδειξε και τις ανάποδες γλάστρες στις επίπεδες στέγες των σπιτιών, εκεί που συγκεντρώνοντας τα νερά των βροχών, στεγανοποιημένες και μονωμένες με φύκια που έφερναν οι άνθρωποι από τη θάλασσα, και από πάνω χώμα –τ μάτια τν φυκιν εναι στραμένα στ θάλασσα.
Κατάστικτο το νησί και από εκκλησιές, ένα παιχνίδι στον τόπο από οριζόντιες και κάθετες γραμμές και μια καμπύλη, τόσο απλά. Και σε αυτό το νησί μου προκάλεσε απορία ο αριθμός τους. Πολλές. Κι όσο κι αν ανέβαινα στο βουνό πάλι εκκλησάκια έβρισκα, θαρρείς και ο άνθρωπος ήθελε να πει με τον τρόπο του: «έφτασα μέχρι εδώ, μαρτυρώ την παρουσία μου». Μπορεί και για έναν άλλο λόγο. Όταν φτάσαμε στο Βρούτσι, για να βεβαιωθούμε για το μονοπάτι που έπρεπε να πάρουμε, ρωτήσαμε έναν ντόπιο: «Από εδώ;», «Από εδώ», μας απάντησε. Και μετά ξανά: «Στην αρχαία Αρκεσίνη πηγαίνετε;», «Ναι», απαντήσαμε με περηφάνια αστική, «Η Παναγιά μαζί σας», και πώς διέκρινα ένα περιπαικτικό βλέμμα… Ωραία η κατηφόρα, κάποια στιγμή σκέφτηκα την επιστροφή, «δεν βαριέσαι», θαύμα οφθαλμών η Αρκεσίνη. Από βράχο σε βράχο, από υπόλειμμα κατασκευής σε υπόλειμμα, φτάναμε όλο και πιο στην άκρη της. Τρύπες που άφηναν οι βράχοι μεταξύ τους αποκάλυπταν λωρίδες θάλασσας.
Αρκεσίνη

Αρκεσίνη

Έλεγχος της θάλασσας. Αρχαία Αρκεσίνη

Έλεγχος της θάλασσας. Αρχαία Αρκεσίνη



Αρκεσίνη


Μπήκαμε στη θέση των παλιών ανθρώπων, τα μάτια μας έβλεπαν ό,τι και τα δικά τους. Τι ευχαρίστηση επαφής και ένωσης… Μια εκκλησιά στήθηκε στην κορυφή της ακρόπολης, διαδοχή θρησκειών, παραμονή ιερών, εμμένεια αναγκών.
Το εκκλησάκι στην κορυφή της Αρκεσίνης. Παναγιά η Καστριανή

Το εκκλησάκι στην κορυφή της Αρκεσίνης

Παναγιά η Καστριανή

Πάμε για την επιστροφή.



Και τότε κατάλαβα το «Η Παναγιά μαζί σας». Ήλιος ανελέητος, σκιά πουθενά, εκτεθειμένοι και απροστάτευτοι, κάποια στιγμή διεκδικήσαμε τη σκιά ενός χαμηλού πουρναριού από κάτι κατσίκες. 
Μαλώνοντας με τις κατσίκες
Έπιανα στην τσέπη μου το κινητό τηλέφωνο κι αισθανόμουν παρηγοριά –αν συμβεί κάτι, μπορώ να… Τότε; Εκείνη την εποχή; Στις άλλες εποχές; Όταν ξεκινούσε ο άνθρωπος ανήλιαγα, για να φτάσει στη δουλειά του, στο χωράφι του, στα ζώα του, ποιος θα καταλάβαινε ότι μπορεί να είχε πάθει κάτι; Ο άνθρωπος μόνος σε ένα τοπίο δύσκολο. «Η Παναγιά μαζί σου», θα άκουγε ο καθένας κάθε πρωί από τον άλλον. Το αόρατο θείο, με την χωρίς όρους και όρια παρουσία και δύναμή του, ανάγκη του ανθρώπου να το νιώθει, να το σκέφτεται, να το επινοεί. Και να κατασκευάζει το σπίτι του, του θεού και των συνοδών του, με κάθετες, οριζόντιες και καμπύλες γραμμές. Και η «ατέλεια» των λίθων με το απλό σοβάτισμα που δεν διορθώνει ισιώνοντας, προκαλεί τις ανεπαίσθητες σκιές πάνω στον κάθετο τοίχο, καθώς ο ήλιος σφυροκοπά ανεμπόδιστα.
Ίσκιος και φως



Σκιά και χρώμα από μπουκαμβίλιες, κυρίως κόκκινες, που κυριαρχούν στο μονόχρωμο τοπίο, πινελιές επιδέξιας ζωγραφικής που ζωηρεύουν το μάτι. Κάποτε και από πικροδάφνες.
Πικροδάφνες και...

... μπουκαμβίλιες

Μπουκαμβίλιες

Φασκόμηλο, ρίγανη, μέντα, μυρωδιές από βότανα που δεν γνώριζα. Και αέρας. Όχι εκείνος ο δυνατός που σε αναγκάζει να καθίσεις κάτω –γι’ αυτόν μας μίλησαν οι ντόπιοι. Μόνο μια φορά πήγε να με ρίξει κάτω και θυμήθηκα ότι σε ένα άλλο νησί μου έβαλαν πέτρες μέσα στις τσέπες για να μην με πάρει ο αέρας. Φασκόμηλα και ρίγανες ανάμεσα σε πέτρες στις πλαγιές ενός βουνού που αφήνει πέτρες να κατρακυλούν προς τα κάτω, σαν να ξηλώνεται το σώμα ενός όγκου, σαν να χάνει κομμάτια του, κι ωστόσο το ίδιο να μην σώνει.
Σε μια στάση ξεκούρασης, κοιτάζοντας προς το πέλαγος, είδα στην πλαγιά να τρέχει το σύννεφο, όχι, δεν το κοίταξα στον ουρανό, δεν αναγνώρισα σχήματα και μορφές, κάτω κοιτούσα, και είδα τη σκιά να τρέχει προς το μέρος που καθόμασταν, ερχόταν, σε λίγο θα μας σκέπαζε, μας σκέπασε.
Τι αίσθηση ήταν αυτή, από το φως στη σκιά, κι ύστερα το ανάποδο, από τη σκιά στο φως, πάλι κάτω κοιτούσα κι έβλεπα τον φως να διώχνει τη σκιά, ερχόταν πάλι καταπάνω μας και μας ξεγύμνωνε. Και πάλι μου ήρθε στο μυαλό το θεϊκό στοιχείο, μήπως αυτά τα φαινόμενα, μήπως ο τρόπος που οι μεγάλοι ζωντάνευαν όλες αυτές τις εικόνες στα παιδιά τους, μήπως αυτά, το φως που κυνηγάει τη σκιά, η σκιά που διώχνει το φως, μήπως αυτές οι ιστορίες έφτιαξαν τους θεούς;
- Έφτασα μέχρι εδώ κι έφτιαξα μια εκκλησιά.
- Κι εγώ εκεί, πιο ψηλά.
- Και λίγο παραπάνω εγώ.
- Εκεί; Εκεί που δεν μπορούμε να φτάσουμε εμείς;
- Κάποιος άλλος.
- Με περισσότερες δυνάμεις από εμάς.
- Πόσες; 
- Δεν τις φτάνει άνθρωπος.
- Ποιος;
- Κάποιος που τρέχει.
- Θεός.


Ξανά και ξανά η φωτογραφία του ίδιου θέματος. Γιατί τα σύννεφα έκαναν το φως να αλλάζει, και μαζί με αυτό άλλαζε και το τοπίο.
Τα ίδια και με το ναυάγιο, ένα από τα αξιοθέατα που βλέπει ο επισκέπτης από ψηλά, όταν ακολουθεί οργανωμένες εκδρομές. Είναι όμως αλλιώς, όταν αποφασίζεις να κατρακυλήσεις ξανά πάνω σε πέτρες, για να φτάσεις σε μια παραλία, όπου δεν κολυμπάς, μόνο βλέπεις, μένεις όσο για να πάρεις φωτογραφίες και να φωτογραφηθείς –τεκμήριο ότι ήσουν κι εσύ εκεί–, κάποιοι μένουν περισσότερο, ίσως και τη νύχτα, για να τους αφηγηθεί ο τόπος την ιστορία του ναυαγίου, ίσως το ίδιο το τσακισμένο καράβι να μιλά τη νύχτα. Δεν έμεινα τη νύχτα.
Όσο πλησιάζαμε, τόσο αναδυόταν μια πιθανή ιστορία για το πώς έγινε το ναυάγιο, πώς ένιωθαν αυτοί που ήταν πάνω στο καράβι και έβλεπαν να πηγαίνει το καράβι κατά την ακτή, τι έκαναν όταν αυτό προσάραξε στα αβαθή, μπορεί και να έκατσε απότομα και να σχίστηκε. Αλλά ένα υπόλειμμα ναυαγίου φέρνει στο μυαλό και άλλου είδους ναυάγια, στις σχέσεις, στα όνειρα, στα σχέδια...




Εκεί, στην παραλία του ναυαγίου, πάνω σε μια πέτρα, ήταν αφημένα ένα ζευγάρι άσπρα παπούτσια, σαν ενός ναυτικού σε επίσημη έξοδο. Μ σφίγγεις δικα τ παπούτσια σου σ ν φυτεύεις πλατάνια / Μ γίνεσαι ΠEΠPΩMENON 
Κοίταξα τους επισκέπτες, όλοι φορούσαν τα παπούτσια τους, ένας που δεν φορούσε δεν θα μπορούσε να του ανήκουν –φορούσε παντελόνι τουρίστα κι εκείνα τα άσπρα παπούτσια ταίριαζαν με άλλο παντελόνι.
Το αφήσαμε κι εμείς το ναυάγιο. Από το δείλι και μετά μένει μόνο του.


Τα άσπρα παπούτσια και η πιθανή ιστορία τους με κυνήγησαν.

Ευγενικούς ανθρώπους γνώρισα στο νησί, πουθενά δεν ένιωσα τουρίστας-πορτοφόλι. Όχι ότι δεν έχουν τις διαφορές τους, αυτές που βρίσκει κανείς σε όλη την Ελλάδα, και τις δυσκολίες συνεννόησης για βασικά ζητήματα, για το νερό (άνυδρο το νησί της Αμοργού, πάνε και τα παλιά νερά με τον σεισμό του 1956, μετακινήθηκαν για αλλού, το αφαλατισμένο νερό δεν φτάνει παντού, τα σύννεφα φτάνουν αλλά μένουν μόνο σύννεφα), για τα παλιά μονοπάτια και τους δρόμους –να γίνουν δρόμοι ή να μην γίνουν; και τα παλιά μονοπάτια; τι θα γίνουν; θα γίνουν δρόμοι σαν εκείνη την άχαρη ανηφόρα προς τον Ασφοντυλίτη;
Και άλλοι άνθρωποι, ξενομερίτες, Έλληνες και ξένοι, που άφησαν τους τόπους τους και εγκαταστάθηκαν στην Αμοργό. Όχι συνταξιούχοι. Αντί να ταξιδεύουν στον κόσμο, έρχεται ο κόσμος σε εκείνους, σε αυτή (και σε αυτή) την κουκίδα του Αιγαίου. Και στήνουν δουλειές, κυρίως έναν τρόπο ζωής. Σε μια κουκίδα. Και φέρνουν ανθρώπους. Που ταξιδεύουν και φέρνουν τις μουσικές τους. Όπως εκείνο το βράδυ στη Χώρα, στο «Γιασεμί» με την υπέροχη θέα, τον Θοδωρή και τον Γιώργο που το έστησαν και που έφεραν την Έφη με την αφρικάνικη άρπα της και την ισπανίδα με τα φοβερά ελληνικά. Στη βιβλιοθήκη του Γιασεμιού βρήκα και ποιητικές συλλογές της Γιώτας Αργυροπούλου. Εκεί, στην Αμοργό, έμαθα και τον θάνατό της.
Τελευταία εικόνα που καταθέτω. Τραβήξαμε για την πιο απόμακρη παραλία της Αιγιάλης, στη μύτη του κόλπου, εκεί που βγαίνει προς την ανοιχτή θάλασσα και ο ήχος από το κύμα στις πέτρες είναι δυνατός. Σσσσς… πώς να ησυχάσω τη φύση, για να μην νιώσω ότι ξεγελιέμαι με ήχους; Κι όμως άκουγα ήχο φλάουτου. Στην άκρη της παραλίας, μέσα σε μια σχισμή βράχου, με το κύμα να μπαίνει μέσα καθόταν μια νύμφη, μια γυμνή κοπέλα με μακριά μαλλιά, την πλάτη της βλέπαμε. Εκεί οι παρτιτούρες της, εκεί και εκείνη –πόση ώρα μείναμε εκεί με μπερδεμένους ήχους;  

Επτά φορές στην Αμοργό… Με τον τίτλο αυτού του βιβλίου παρακαταθήκη ξεκίνησα το ταξίδι στο νησί. Η μία φορά δεν μου έφτασε. Γιατί δεν έφτασα στον Σταυρό, ούτε στο εκκλησάκι πάνω από τη Χώρα –τι ήταν; δυο ώρες δρόμος–, ούτε καν στα νερά της περίφημης Αγίας Άννας δεν κολύμπησα, δεν είδα την περιοχή των μεταλλείων, δεν μίλησα με ανθρώπους όσο θα ήθελα. Λέω λοιπόν να ξαναπάω. Γιατί άνοιξα λογαριασμούς. Και ονειρεύτηκα και τον Γκάτσο να καταφτάνει στο νησί της δικής του Αμοργού. Ότι τον παίρνω από το χέρι και στεκόμαστε μαζί στην πλώρη του καραβιού. Να, κοιτάζουμε το νησί, καθώς το πλοίο μπαίνει στα Κατάπολα. Άραγε θα καταλάβει γιατί ονόμασε την Αμοργό του Αμοργό; Φυσικά οι παρένθετοι στίχοι στο κείμενο είναι δικοί του.

Δήμητρα Μήττα
Καλοκαίρι 2018






Σχόλια

  1. Υποκλίνομαι. Πραγματικό οδοιπορικό ταξιδευτή με άλλο μάτι. Και συνάμα ένας ταξιδιωτικός οδηγός! No other comments.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ιοκάστη

Ένα σχόλιο από αφορμή το βιβλίο της Πέπης Ρηγοπούλου "Ο Νάρκισσος. Στα ίχνη της εικόνας και του μύθου".

«Τσίρκα και Σολωμού»