Oι αέρηδες της Σαμοθράκης
Αχ. Ανάσανε βαθιά. Ρούφηξε τον αέρα για να γεμίσει το κορμί της, να το φουσκώσει και να τη σηκώσει ψηλά. Αχ. Ξαπλωμένη μέσα στις φτέρες δίπλα στον πύργο των Κατελούτζι.
Σηκώθηκε. Ο αέρας την τράβηξε προς τα πίσω. Με δυσκολία προχώρησε μπροστά μέχρι την άκρη του βράχου, στον νότιο τοίχο του κάστρου. Δεν κινδύνευε να πέσει στο κενό, γιατί ο αέρας ερχόταν από τη θάλασσα. Δέχτηκε με όλη την ψυχή της ανοιχτή τη δύναμή του. Της έπαιρνε το φουστάνι προς τα πίσω, και το κορμί και το πρόσωπο. Αχ και να γινόταν να της το σκίσει λουρίδες λουρίδες. Την άλλη φορά που θα έρθει θα φορέσει κάτι αραχνοϋφαντο, για να της γλείψει το κορμί.
Ξαφνικά ο αέρα άλλαξε. Χρειάστηκε να αγκαλιάσει τον τοίχο του πύργου, για να μην πέσει. Λίγο ακόμη και θα την έκαμνε να πετάξει πάνω από τη θάλασσα. Λίγο ακόμη για να το πιστέψει και να αφεθεί. Για καλό και για κακό έβαλε στις τσέπες της τις πέτρες που της πρόσφεραν.
Και άλλοι αέρηδες τη σήκωσαν από τότε σε άλλα νησιά. Αλλά πάντα μετρούσε την έντασή τους με εκείνους τους πρώτους αέρηδες που τις έφεραν τον άνθρωπο από τη μεγάλη πολιτεία και της θύμισε την απεραντοσύνη του κόσμου. "Διάλεξε", της είπε.
Από τη σειρά διηγημάτων Γραμματοσειρές και φωτογράμματα. Έτος έκδοσης 1997.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου